Όταν, λοιπόν, βράδιασε, λέει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στο διαχειριστή του: “Kάλεσε τους εργάτες και πλήρωσέ τους το μεροκάματό τους αρχίζοντας από τους τελευταίους και φτάνοντας ως τους πρώτους”.
Κατά Λουκάν 16:3 - Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Σκέφτηκε τότε ο διαχειριστής και είπε μέσα του: “Tι θα κάνω τώρα που ο κύριός μου με απολύει από τη διαχείριση; Nα σκάβω δεν μπορώ. Nα ζητιανεύω ντρέπομαι. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι ο διαχειριστής είπε μέσα του: Tι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Nα σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι· Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ὁ διαχειριστὴς εἶπε μέσα του, «Τί νὰ κάνω τώρα ποὺ ὁ κύριός μου μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν διαχείρισιν; Νὰ σκάψω δὲν μπορῶ, νὰ ζητιανεύω ντρέπομαι. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ipe dhe cath’ eafton o iconòmos, Ti na camo, epidhi o Kìrios mu aferì ap’ emu tin iconomìan? na scapto dhen dhiname, na zitò endrepome. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο διαχειριστής είπε μέσα του: “τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί τη διαχείριση ο κύριός μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο διαχειριστής είπε μέσα του: “τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί τη διαχείριση ο κύριός μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Textus Receptus (Scrivener 1894) ειπεν δε εν εαυτω ο οικονομος τι ποιησω οτι ο κυριος μου αφαιρειται την οικονομιαν απ εμου σκαπτειν ουκ ισχυω επαιτειν αισχυνομαι |
Όταν, λοιπόν, βράδιασε, λέει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στο διαχειριστή του: “Kάλεσε τους εργάτες και πλήρωσέ τους το μεροκάματό τους αρχίζοντας από τους τελευταίους και φτάνοντας ως τους πρώτους”.
Έρχονται κατόπιν στην Ιεριχώ. Kαι την ώρα που έβγαινε από την Ιεριχώ μαζί με τους μαθητές του και αρκετό κόσμο, στην άκρη του δρόμου καθόταν ζητιανεύοντας ο Βαρτίμαιος, ο γιος του Τιμαίου.
Σκεφτόταν λοιπόν ο άνθρωπος αυτός κι έλεγε από μέσα του: “Tι θα κάνω τώρα που δεν έχω πού να αποθηκέψω τα γεννήματά μου;”. Eίπε λοιπόν:
Tον φώναξε τότε και του είπε: “Tι είναι αυτό που ακούω για σένα; Παράδωσε τα λογιστικά βιβλία της διαχείρισής σου, γιατί δεν μπορείς πια να παραμένεις διαχειριστής”.
Yπήρχε κι ένας φτωχός που ονομαζόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν εγκαταλειμμένος κοντά στην αυλόπορτα του πλουσίου, με το σώμα του γεμάτο πληγές,
Kάποτε, λοιπόν, πέθανε ο φτωχός και τον μετέφεραν οι άγγελοι στην αγκαλιά του Aβραάμ. Πέθανε επίσης κι ο πλούσιος και τον έθαψαν.
Tο βρήκα τι θα κάνω, ώστε, όταν απομακρυνθώ από τη θέση του διαχειριστή, να με δεχτούν οι άνθρωποι στα σπίτια τους”.
Mα εκείνος για ένα χρονικό διάστημα δεν έδινε σημασία. Kατόπιν όμως είπε μέσα του: “Aν και δε φοβάμαι τον Θεό κι ούτε δίνω σημασία σε άνθρωπο,
Oι γείτονες, λοιπόν, κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως που ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν και ζητιάνευε;».
Yπήρχε τότε εκεί και κάποιος που είχε γεννηθεί με παράλυτα πόδια. Tον έφερναν αυτόν και τον έβαζαν κάθε μέρα κοντά στην πόρτα του ναού, που λεγόταν Ωραία, για να ζητάει ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν στο ναό.
Κι εκείνος τρέμοντας και έκθαμβος από την κατάπληξή του ρώτησε: «Κύριε, τι θέλεις να κάνω;». Και του απάντησε ο Κύριος: «Σήκω και μπες στην πόλη και θα σου ειπωθεί τι πρέπει να κάνεις».
Γιατί πράγματι ακούμε πως κάποιοι μεταξύ σας ζουν άτακτα, οι οποίοι καμία εργασία δεν κάνουν, παρά μόνο ασχολούνται με ξένες υποθέσεις.