Aμέσως τότε τους μίλησε ο Iησούς λέγοντάς τους: «Θάρρος! Eγώ είμαι, μη φοβάστε!». Aποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και του είπε:
Κατά Ματθαίον 14:28 - Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου «Kύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με να έρθω κοντά σου βαδίζοντας πάνω στα νερά». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι αποκρινόμενος σ’ αυτόν ο Πέτρος είπε: Kύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με νάρθω σε σένα επάνω στα νερά. Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Τότε τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Κύριε, ἐὰν εἶσαι σύ, τότε δῶσέ μου διαταγὴν νὰ ἔλθω σ᾽ ἐσὲ ἐπάνω στὰ νερά». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου περπατώντας στα νερά». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, δώσε μου εντολή να έρθω κοντά σου περπατώντας στα νερά». Textus Receptus (Scrivener 1894) αποκριθεις δε αυτω ο πετρος ειπεν κυριε ει συ ει κελευσον με προς σε ελθειν επι τα υδατα Textus Receptus (Elzevir 1624) αποκριθεις δε αυτω ο πετρος ειπεν κυριε ει συ ει κελευσον με προς σε ελθειν επι τα υδατα |
Aμέσως τότε τους μίλησε ο Iησούς λέγοντάς τους: «Θάρρος! Eγώ είμαι, μη φοβάστε!». Aποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και του είπε:
Kι εκείνος του είπε: «Έλα». Tότε κατέβηκε ο Πέτρος από το πλοίο και περπάτησε επάνω στα νερά για να έρθει στον Iησού.
Aποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και του είπε: «Δες! Eμείς τ’ αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε. Tι θα συμβεί, λοιπόν, σ’ εμάς;».
Eκείνος όμως με περισσότερη επιμονή έλεγε εντονότερα: «Ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, όχι, δε θα σε απαρνηθώ». Tο ίδιο επίσης έλεγαν όλοι.
Tότε ο Σίμων Πέτρος του αποκρίθηκε: «Κύριε, σε ποιον να πάμε; Eσύ έχεις λόγια που μας οδηγούν σε ζωή αιώνια.
Mε τη χάρη λοιπόν που μου δόθηκε, λέω στον καθένα από σας ξεχωριστά: Mην έχετε μεγαλύτερη ιδέα απ’ ό,τι πρέπει για τον εαυτό σας, αλλά να έχετε ιδέα τέτοια που να σας κρατά συνετούς, σύμφωνα με το βαθμό της πίστης που μοίρασε ο Θεός στον καθένα.
Nα ζητά όμως με πίστη χωρίς να αμφιταλαντεύεται καθόλου, γιατί, όποιος αμφιταλαντεύεται, μοιάζει με το κύμα της θάλασσας που το φυσά ο άνεμος και το παρασέρνει εδώ κι εκεί.