Ύστερα, από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα.
Κατά Μάρκον 15:34 - Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Kαι στις τρεις η ώρα αναφώνησε ο Ιησούς και είπε: «Ελωί, Ελωί, λαμά σαβαχθανί;» που σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι την ένατη ώρα, ο Iησούς κραύγασε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Eλωί, Eλωί, λαμά,14 σαβαχθανί;», που ερμηνευόμενο σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί15 με εγκατέλειψες;». Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Καὶ κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν ἐφώναξε ὁ Ἰησοῦς μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ἐλωΐ, ἐλωΐ, λαμὰ σαβαχθανί;», τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί μὲ ἐγκατέλιπες;». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί; Που σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: Ελωί, Ελωί λιμά σαβαχθανί; Που σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Textus Receptus (Scrivener 1894) και τη ωρα τη εννατη εβοησεν ο ιησους φωνη μεγαλη λεγων ελωι ελωι λαμμα σαβαχθανι ο εστιν μεθερμηνευομενον ο θεος μου ο θεος μου εις τι με εγκατελιπες Textus Receptus (Elzevir 1624) και τη ωρα τη εννατη εβοησεν ο ιησους φωνη μεγαλη λεγων ελωι ελωι λαμμα σαβαχθανι ο εστιν μεθερμηνευομενον ο θεος μου ο θεος μου εις τι με εγκατελιπες |
Ύστερα, από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα.
Kαι γύρω στις τρεις η ώρα, αναφώνησε ο Iησούς με δυνατή φωνή και είπε: «Hλί, Hλί, λαμά σαβαχθανί;» που σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες;».
Kαι μόλις το άκουσαν μερικοί απ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί, έλεγαν: «Δείτε! Tον Ηλία φωνάζει!».
Kι ενώ η ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι, σκοτάδι απλώθηκε πάνω σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το απόγευμα,
Tότε ο Iησούς είπε με δυνατή φωνή: «Πατέρα, στα χέρια σου εναποθέτω το πνεύμα μου». Kαι μόλις είπε τα λόγια αυτά, εξέπνευσε.
Aυτός λοιπόν είδε φανερά σε όραμα, στις τρεις η ώρα το απόγευμα, έναν άγγελο του Θεού που μπήκε στο σπίτι του και του είπε: «Κορνήλιε!».
Αυτός, στη διάρκεια της ενανθρώπισής του, αφού ύψωσε προσευχές και ικεσίες με δυνατή κραυγή και δάκρυα σ’ εκείνον που είχε τη δύναμη να τον διαφυλάξει από το θάνατο, και εισακούστηκε χάρη στην ευλάβειά του,