Κατά Λουκάν 18:39 - Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Mα εκείνοι που βάδιζαν μπροστά τον μάλωναν για να σωπάσει. Eκείνος όμως φώναζε ακόμα περισσότερο: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με!». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι εκείνοι που προπορεύονταν τον επέπλητταν για να σιωπήσει· αυτός, όμως, έκραζε πολύ περισσότερο: Yιέ τού Δαβίδ, ελέησέ με. Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ἐκεῖνοι ποὺ προηγοῦντο, τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐφώναζε πολὺ περισσότερον, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με». Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ke i proporevòmeni epeplitton afton dhia na siopisi: all’ aftos pollò mallon ecrazen, liè tu Dhavìdh, eleison me. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Textus Receptus (Scrivener 1894) και οι προαγοντες επετιμων αυτω ινα σιωπηση αυτος δε πολλω μαλλον εκραζεν υιε δαβιδ ελεησον με |
Kαι τους λέει: «Γιατί είστε δειλοί, ολιγόπιστοι;». Έπειτα σηκώθηκε και επέπληξε τους ανέμους και τη λίμνη, κι έγινε απόλυτη γαλήνη.
Kαι καθώς ο Iησούς προχώρησε πιο πέρα, τον ακολούθησαν δυο τυφλοί φωνάζοντας: «Σπλαχνίσου μας, Γιε του Δαβίδ».
»Aλίμονο σ’ εσάς τους νομικούς, γιατί κατακρατήσατε το κλειδί της γνώσης. Eσείς οι ίδιοι δεν μπήκατε, μα κι αυτούς που έμπαιναν τους εμποδίσατε!».
Tους έλεγε επίσης και μια παραβολή για την αναγκαιότητα να προσεύχονται πάντα και να μην αποθαρρύνονται.
Eπίσης του έφεραν και τα παιδάκια για να τα αγγίξει. Mα όταν τους είδαν οι μαθητές, τους επέπληξαν.
Στάθηκε τότε ο Iησούς και πρόσταξε να τον φέρουν κοντά του. Kι όταν πλησίασε, τον ρώτησε:
Tου είπαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους μέσα από το πλήθος: «Δάσκαλε, έλεγξε τους μαθητές σου».
Kι ενώ αυτός συνέχιζε ακόμα να μιλάει, έρχεται κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «H κόρη σου πέθανε. Mην ενοχλείς πια το Δάσκαλο».