Ὕστερα ἀπὸ ἕξη ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφόν του, καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ᾽ ἕνα ψηλὸ βουνὸ ἰδιαιτέρως.
Πράξεις Αποστόλων 3:1 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνέβαινον μαζὶ εἰς τὸν ναὸν τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς, τὴν ἐνάτην. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) O ΔE Πέτρος και ο Iωάννης ανέβαιναν μαζί στο ιερό, κατά την ένατη ώρα τής προσευχής. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Μαζί, λοιπόν, ο Πέτρος και ο Iωάννης ανέβαιναν μια μέρα στο ναό, την ώρα της προσευχής, στις τρεις το απόγευμα. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Anévenon dhe omu o Petros ke Ioannis is to ieron, catà tin oran tis prosefchis, tin ennatin. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Κάποια μέρα, ανέβαιναν μαζί ο Πέτρος κι ο Ιωάννης στο ναό, στις τρεις το απόγευμα, την ώρα της προσευχής. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Κάποια μέρα, ανέβαιναν μαζί ο Πέτρος κι ο Ιωάννης στο ναό, στις τρεις το απόγευμα, την ώρα της προσευχής. Textus Receptus (Scrivener 1894) επι το αυτο δε πετρος και ιωαννης ανεβαινον εις το ιερον επι την ωραν της προσευχης την εννατην |
Ὕστερα ἀπὸ ἕξη ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφόν του, καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ᾽ ἕνα ψηλὸ βουνὸ ἰδιαιτέρως.
Καὶ ἀφοῦ παρέλαβε τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου, ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾷ.
«Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
καὶ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε, ἑτοιμάστε μας τὸ πάσχα, διὰ νὰ τὸ φάγωμεν».
Λέγει τότε εἰς τὸν Πέτρον ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ Κύριος εἶναι». Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος ἄκουσε ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ἐζώσθηκε τὸ χιτῶνι, διότι ἦτο γυμνός, καὶ ρίχθηκε εἰς τὴν θάλασσαν.
Μίαν ἡμέραν, περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶδε καθαρὰ σ᾽ ἕνα ὅραμα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Κορνήλιε».
Καὶ ὁ Κορνήλιος εἶπε, «Πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν ἐνῷ προσευχόμουν τὴν ἑνάτην ὥραν, εἰς τὸ σπίτι μου, ἐστάθηκε μπροστά μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λάμπουσαν ἐνδυμασίαν,
Καὶ κάθε ἡμέραν προσήρχοντο ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ εἰς τὸν ναόν, ἔκοβαν τὸν ἄρτον εἰς τὰ σπίτια τους, καὶ ἔτρωγαν μὲ ἀγαλλίασιν καὶ ἁπλότητα καρδιᾶς,
Ὅταν αὐτὸς εἶδε ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐπρόκειτο νὰ μποῦν εἰς τὸν ναόν, παρακαλοῦσε δι᾽ ἐλεημοσύνην.
Ὁ Πέτρος προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην, καὶ εἶπε, «Κύτταξέ μας».
Ὅταν εἶδαν τὸ θάρρος τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοί, ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν ὅτι ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν.
Ἦλθε ὅμως κάποιος καὶ τοὺς ἀνήγγειλε, «Οἱ ἄνδρες ποὺ ἐβάλατε εἰς τὴν φυλακήν, βρίσκονται εἰς τὸν ναὸν καὶ διδάσκουν τὸν λαόν».
Ὅταν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἄκουσαν ὅτι ἡ Σαμάρεια ἐδέχθηκε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἔστειλαν εἰς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην,
καὶ ὅταν αὐτοὶ ἀνεγνώρισαν τὴν χάριν, ποὺ μοῦ εἶχε δοθῆ, τότε ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Κηφᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο ὅτι εἶναι στύλοι, ἔδωκαν εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὸν Βαρνάβαν τὸ δεξί τους χέρι εἰς σημεῖον ἐπικοινωνίας καὶ συμφώνησαν νὰ εἴμεθα ἐμεῖς ἀπόστολοι εἰς τὸν ἐθνικὸν κόσμον, αὐτοὶ δὲ εἰς τοὺς περιτμημένους.