Διαδικτυακή Βίβλος

Διαφημίσεις


Ολόκληρη η Βίβλος Παλαιά Διαθήκη Καινή Διαθήκη




Κατά Ματθαίον 18:28 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν

Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου ὅσα χρωστᾶς».

Δείτε το κεφάλαιο

Περισσότερες εκδόσεις

H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos)

Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και πιάνοντάς τον, τον έπνιγε, λέγοντας: Aπόδωσέ μου ό,τι χρωστάς.

Δείτε το κεφάλαιο

Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου

Bγαίνοντας όμως έξω ο δούλος εκείνος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του χρωστούσε εκατό δηνάρια. Tον έπιασε τότε και τον έπνιγε λέγοντάς του: “Ξόφλησέ μου ό,τι μου χρωστάς”.

Δείτε το κεφάλαιο

Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

Βγαίνοντας έξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια· τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: “ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς”.

Δείτε το κεφάλαιο

Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

Βγαίνοντας έξω ο ίδιος δούλος, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια· τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: “ξόφλησέ μου αυτά που μου χρωστάς”.

Δείτε το κεφάλαιο

Textus Receptus (Scrivener 1894)

εξελθων δε ο δουλος εκεινος ευρεν ενα των συνδουλων αυτου ος ωφειλεν αυτω εκατον δηναρια και κρατησας αυτον επνιγεν λεγων αποδος μοι ο τι οφειλεις

Δείτε το κεφάλαιο

Textus Receptus (Elzevir 1624)

εξελθων δε ο δουλος εκεινος ευρεν ενα των συνδουλων αυτου ος ωφειλεν αυτω εκατον δηναρια και κρατησας αυτον επνιγεν λεγων αποδος μοι ο τι οφειλεις

Δείτε το κεφάλαιο
Άλλες μεταφράσεις



Κατά Ματθαίον 18:28
15 Σταυροειδείς Αναφορές  

Καὶ ὁ κύριος τοῦ δούλου τὸν σπλαγχνίσθηκε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερον καὶ τοῦ ἐχάρισε τὸ χρέος.


Ὁ δὲ σύνδουλός του ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγων, «Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω».


Ἀφοῦ δὲ συμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον τὴν ἡμέραν, τοὺς ἔστειλε στὸ ἀμπέλι του.


Διότι θὰ μποροῦσε αὐτὸ τὸ μῦρον νὰ πωληθῇ περισσότερον ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς». Καὶ τὴν ἐπέπλητταν.


Ἐκεῖνος δὲ ἀπήντησε, «Δῶστέ τους σεῖς νὰ φάγουν». Καὶ τοῦ λέγουν, «Νὰ πᾶμε νὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων καὶ νὰ τοὺς δώσωμε νὰ φάγουν;».


Ὅταν ἔφυγε, τὴν ἑπόμενην ἡμέραν, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε, «Περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι δήποτε δαπανήσῃς ἐπὶ πλέον, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώσω ὅταν ἐπιστρέψω».


«Ἕνας δανειστὴς εἶχε δύο χρεοφειλέτας, ὁ ἕνας χρωστοῦσε πεντακόσια δηνάρια καὶ ὁ ἄλλος πενῆντα.


Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν ἀρκοῦν εἰς αὐτοὺς γιὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ λίγο ὁ καθένας».