Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». Καὶ ἀμέσως ἐκαθαρίσθηκε ἡ λέπρα του.
Κατά Μάρκον 5:23 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν καὶ τὸν παρακαλοῦσε θερμῶς καὶ ἔλεγε, «Τὸ μικρό μου κοριτσάκι βρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα του. Ἔλα νὰ βάλῃς τὰ χέρια σου ἐπάνω της, διὰ νὰ σωθῇ καὶ νὰ ζήσῃ». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) και τον παρακαλούσε πολύ, λέγοντας, ότι: Tο κοριτσάκι μου πνέει τα λοίσθια·3 νάρθεις και να βάλεις τα χέρια σου επάνω της, για να σωθεί· και θα ζήσει. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου και τον θερμοπαρακαλούσε λέγοντάς του: «H κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της. Έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της, για να θεραπευτεί και να ζήσει». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει». Textus Receptus (Scrivener 1894) και παρεκαλει αυτον πολλα λεγων οτι το θυγατριον μου εσχατως εχει ινα ελθων επιθης αυτη τας χειρας οπως σωθη και ζησεται Textus Receptus (Elzevir 1624) και παρεκαλει αυτον πολλα λεγων οτι το θυγατριον μου εσχατως εχει ινα ελθων επιθης αυτη τας χειρας οπως σωθη και ζησεται |
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». Καὶ ἀμέσως ἐκαθαρίσθηκε ἡ λέπρα του.
φίδια θὰ σηκώνουν καὶ ἂν τυχὸν πιοῦν κάτι θανατηφόρον, δὲν θὰ τοὺς βλάψῃ. Εἰς τοὺς ἀρρώστους θὰ βάζουν τὰ χέρια καὶ θὰ γίνωνται ὑγιεῖς».
καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἄλειφαν πολλοὺς ἀρρώστους μὲ λάδι καὶ τοὺς ἐθεράπευαν.
Καὶ τοῦ φέρνουν ἕνα κωφὸν καὶ μουγγόν, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ βάλῃ τὸ χέρι ἐπάνω του.
Καὶ ἐπῆρε τὸν τυφλὸν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε εἰς τὰ μάτια του καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐρωτοῦσε, ἐὰν βλέπῃ τίποτε.
Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος. Ἡ πεθερὰ τοῦ Σίμωνος κατείχετο ἀπὸ μεγάλον πυρετὸν καὶ τὸν παρεκάλεσαν γι᾽ αὐτήν.
Κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς ἀπὸ διάφορες ἀρρώστειες, τοὺς ἔφεραν εἰς αὐτόν. Καὶ αὐτὸς ἔβαζε τὰ χέρια του εἰς τὸν καθένα καὶ τοὺς ἐθεράπευε.
Μόλις ἐπλησίασε εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, μετεφέρετο ἔξω ἕνας νεκρὸς ποὺ ἦτο τὸ μόνο παιδὶ τῆς μητέρας του ἡ ὁποία ἦτο χήρα. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ἦσαν μαζί της.
Ἔστειλαν λοιπὸν οἱ ἀδελφὲς πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶς, εἶναι ἀσθενής».
Συνέβη δὲ νὰ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ποπλίου κατάκοιτος ἀπὸ πυρετοὺς καὶ δυσεντερίαν. Ὁ Παῦλος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐθεράπευσε.
Αὐτοὺς ἔφεραν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν καὶ ἔθεσαν ἐπάνω τους τὰ χέρια.
καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἄνδρα ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν νὰ μπαίνῃ καὶ νὰ βάζῃ τὸ χέρι ἐπάνω του διὰ νὰ ἀναβλέψῃ».
Ὁ Ἀνανίας ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι καί, ἀφοῦ ἔβαλε τὰ χέρια του σ᾽ αὐτόν, εἶπε, «Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς ποὺ σοῦ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦλθες, μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀναβλέψῃς καὶ γεμίσῃς ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον».