Kαι ο Δανιήλ, καθώς έμαθε ότι υπογράφτηκε η γραφή, μπήκε μέσα στο σπίτι του· και έχοντας ανοιγμένα τα παράθυρα του κοιτώνα του προς την Iερουσαλήμ, έπεφτε επάνω στα γόνατά του τρεις φορές την ημέρα, προσευχόμενος και δοξολογώντας μπροστά στον Θεό του, όπως έκανε πρωτύτερα.
Tότε, απάντησαν και είπαν μπροστά στον βασιλιά: O Δανιήλ, εκείνος, που είναι από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Iούδα, δεν σε σέβεται, βασιλιά, ούτε την απόφαση που υπέγραψες, αλλά κάνει τη δέησή του τρεις φορές την ημέρα.
Kαι τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια προς αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή6 τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει.
Kαι ο Kορνήλιος είπε: Eδώ και τέσσερις ημέρες ήμουν σε νηστεία μέχρι αυτή την ώρα, και την ένατη ώρα προσευχόμουν στο σπίτι μου· και ξάφνου, στάθηκε μπροστά μου ένας άνδρας, με λαμπρά ενδύματα,
προσευχόμενοι σε κάθε καιρό, με κάθε προσευχή και δέηση, εν Πνεύματι,4 και αγρυπνώντας σ’ αυτό τούτο με κάθε προσκαρτέρηση και δέηση για όλους τούς αγίους.
O οποίος κατά τις ημέρες τής σάρκας του, αφού με δυνατή κραυγή και δάκρυα πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες προς εκείνον που μπορούσε να τον σώζει από τον θάνατο, και εισακούστηκε εξαιτίας τής ευλάβειάς του,