Πράξεις Αποστόλων 12:9 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν ἀκολούθησε καὶ δὲν εἶχε συνείδησιν ὅτι εἶναι ἀληθινὸν ἐκεῖνο ποὺ ἐγίνετο διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἀλλ᾽ ἐνόμιζε ὅτι βλέπει ὅραμα. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι αφού βγήκε έξω, τον ακολουθούσε, και δεν ήξερε ότι αυτό που γίνεται διαμέσου τού αγγέλου ήταν αληθινό, αλλά νόμιζε ότι βλέπει όραμα. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Bγήκε λοιπόν και τον ακολουθούσε, αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είναι πραγματικότητα αυτό που γίνεται με τον άγγελο και νόμιζε πως βλέπει όραμα. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ke exelthòn icoluthi afton, ke dhen ixevren oti to ghinòmenon dhia tu anghelu ito alithinon, all’ enomizen oti vlepi orama. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Πέτρος τον ακολούθησε και βγήκε έξω. Δεν καταλάβαινε ότι συνέβαιναν πραγματικά αυτά που γίνονταν μέσω του αγγέλου, αλλά νόμισε ότι έβλεπε όραμα. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Πέτρος τον ακολούθησε και βγήκε έξω. Δεν καταλάβαινε ότι συνέβαιναν πραγματικά αυτά που γίνονταν μέσω του αγγέλου, αλλά νόμισε ότι έβλεπε όραμα. Textus Receptus (Scrivener 1894) και εξελθων ηκολουθει αυτω και ουκ ηδει οτι αληθες εστιν το γινομενον δια του αγγελου εδοκει δε οραμα βλεπειν |
Ἐνῷ ὁ Πέτρος εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν περὶ τοῦ τί ἆραγε ἐσήμαινε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλῆ ἀπὸ τὸν Κορνήλιον, ἀφοῦ ἐρώτησαν διὰ τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος, ἦλθαν εἰς τὴν ἐξώπορτα.
Μίαν ἡμέραν, περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶδε καθαρὰ σ᾽ ἕνα ὅραμα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Κορνήλιε».
«Ἐγώ», εἶπε, «ἤμουν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἰόππης καί, ἐνῷ προσευχόμουν, εἶδα σὲ ἔκστασιν ὅραμα, κάτι σὰν ἕνα μεγάλο σινδόνι, δεμένο στὶς τέσσερις γωνίες, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ φθάνῃ ἕως ἐμέ.
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε, «Ζώσου καὶ φόρεσε τὰ σανδάλια σου». Καὶ τὸ ἔκανε. Ὕστερα τοῦ εἶπε, «Φόρεσε τὸν μανδύα σου καὶ ἀκολούθησέ με».
Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὑπῆρχε κάποιος μαθητής, ὀνομαζόμενος Ἀνανίας, καὶ εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος σὲ ὅραμα, «Ἀνανία», αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε».
Μὲ τὴν πίστιν ὁ Ἀβραὰμ ὑπήκουσε εἰς τὴν κλῆσιν νὰ φύγῃ εἰς τόπον τὸν ὁποῖον ἔμελλε νὰ κληρονομήσῃ, καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ ξέρῃ ποῦ πηγαίνει.