Ὁ Ἰησοῦς τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ λέγει, «Θέλω, καθαρίσου».
Κατά Μάρκον 7:34 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ἔστρεψε κατόπιν τὸ βλέμμα του εἰς τὸν οὐρανόν, ἐστέναξε καὶ τοῦ λέγει, «Ἐφφαθά», τὸ ὁποῖον σημαίνει, «Ν᾽ ἀνοιχθῇς». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) και σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στέναξε, και λέει σ’ αυτόν: EΦΦAΘA, δηλαδή, να ανοιχτείς. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου κι ανασηκώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό, στέναξε και του είπε: «Εφφαθά», που σημαίνει: «N’ ανοιχτείς». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθά», που σημαίνει «Άνοιξε». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθά», που σημαίνει «Άνοιξε». Textus Receptus (Scrivener 1894) και αναβλεψας εις τον ουρανον εστεναξεν και λεγει αυτω εφφαθα ο εστιν διανοιχθητι Textus Receptus (Elzevir 1624) και αναβλεψας εις τον ουρανον εστεναξεν και λεγει αυτω εφφαθα ο εστιν διανοιχθητι |
Ὁ Ἰησοῦς τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ λέγει, «Θέλω, καθαρίσου».
Καὶ κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν ἐφώναξε ὁ Ἰησοῦς μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ἐλωΐ, ἐλωΐ, λαμὰ σαβαχθανί;», τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί μὲ ἐγκατέλιπες;».
Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ κοριτσιοῦ, τῆς λέγει, «Ταλιθὰ κοῦμι», τὸ ὁποῖον μεταφρασμένο σημαίνει, «Κορίτσι, σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω».
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα εἰς τὸν οὐρανόν, εὐλόγησε καὶ ἔκοψε τὸ ψωμὶ σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς διὰ νὰ τοὺς τὰ δώσουν. Ἐμοίρασε καὶ τὰ δύο ψάρια εἰς ὅλους.
Καὶ ἀναστέναξε μέσα του καὶ λέγει, «Διατί ἡ γενεὰ αὐτὴ ζητεῖ θαῦμα; Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν θὰ δοθῇ θαῦμα εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν».
Ἐπροχώρησε καὶ ἔπιασε τὸ φέρετρον, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ τὸ ἐβάσταζαν ἐστάθηκαν. Αὐτὸς εἶπε, «Νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω».
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶδε νὰ κλαίῃ καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὴν συνώδευαν νὰ κλαίουν ἐπίσης, ἀναστέναξε μέσα του καὶ ταράχθηκε
Ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ πάλιν ἀναστέναξε μέσα του, ἦλθε εἰς τὸ μνῆμα. Ἦτο δὲ τοῦτο σπήλαιον καὶ ἕνας λίθος ἦτο εἰς τὸ στόμιον.
Ἐσήκωσαν τότε τὸν λίθον ὅπου εὑρίσκετο ὁ νεκρός. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ μάτια πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἶπε, «Πατέρα, σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἄκουσες.
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε, «Πατέρα, ἦλθε ἡ ὥρα· δόξασε τὸν Υἱόν σου, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου,
Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, «Αἰνέα, σὲ θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σήκω καὶ στρῶσε τὸ κρεββάτι σου». Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε.
Ὁ Πέτρος ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἐγονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ὕστερα ἐστράφη πρὸς τὸ σῶμα καὶ εἶπε, «Ταβιθά, σήκω». Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον, ἀνασηκώθηκε.
Διότι δὲν ἔχομεν ἀρχιερέα, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ συμπαθήσῃ εἰς τὰς ἀδυναμίας μας, ἀλλὰ ἔχομεν ἕνα ποὺ ἔχει δοκιμασθῆ καθ᾽ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμοιότητά του μ᾽ ἐμᾶς, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσῃ.