Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, διότι ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἐπλησίασε καὶ ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνήματος καὶ ἐκαθότανε ἐπάνω σ᾽ αὐτόν.
Κατά Μάρκον 15:46 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Αὐτὸς δὲ ἀγόρασε σινδόνι καὶ τὸν κατέβασε, τὸν ἐτύλιξε μὲ τὸ σινδόνι καὶ τὸν ἔθεσε εἰς μνῆμα, ποὺ ἦτο λαξευμένον εἰς βράχον καὶ ἐκύλισε ἕνα λίθον εἰς τὴν πόρτα τοῦ μνήματος. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε τάφο, που ήταν λατομημένος από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού τάφου κύλισε μία πέτρα. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Tότε εκείνος, αφού αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον τοποθέτησε σε μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο. Κύλησε έπειτα μια πέτρα στο στόμιο του μνήματος. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. Textus Receptus (Scrivener 1894) και αγορασας σινδονα και καθελων αυτον ενειλησεν τη σινδονι και κατεθηκεν αυτον εν μνημειω ο ην λελατομημενον εκ πετρας και προσεκυλισεν λιθον επι την θυραν του μνημειου Textus Receptus (Elzevir 1624) και αγορασας σινδονα και καθελων αυτον ενειλησεν τη σινδονι και κατεθηκεν αυτον εν μνημειω ο ην λελατομημενον εκ πετρας και προσεκυλισεν λιθον επι την θυραν του μνημειου |
Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, διότι ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἐπλησίασε καὶ ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνήματος καὶ ἐκαθότανε ἐπάνω σ᾽ αὐτόν.
καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασε, τὸ ἐτύλιξε μὲ σινδόνι καὶ τὸ ἔβαλε εἰς λαξευμένον μνῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνταφιασθῆ.
Ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ πάλιν ἀναστέναξε μέσα του, ἦλθε εἰς τὸ μνῆμα. Ἦτο δὲ τοῦτο σπήλαιον καὶ ἕνας λίθος ἦτο εἰς τὸ στόμιον.
Ἐσήκωσαν τότε τὸν λίθον ὅπου εὑρίσκετο ὁ νεκρός. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ μάτια πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἶπε, «Πατέρα, σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἄκουσες.
Ἐνωρὶς τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἐνῷ ἤτανε ἀκόμη σκοτάδι, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦλθε εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε ὅτι ὁ λίθος εἶχε ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὸ μνῆμα.