Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ὅταν ἦλθαν τὰ πουλιά, τοὺς κατέφαγαν.
Κατά Μάρκον 10:46 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του καὶ λαὸς ἀρκετός, ὁ υἱὸς τοῦ Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός, ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι έρχονται στην Iεριχώ· και καθώς έβγαινε έξω από την Iεριχώ αυτός και οι μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος, ο γιος τού Tιμαίου, ο τυφλός Bαρτίμαιος, καθόταν κοντά στον δρόμο ζητώντας ελεημοσύνη· Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Έρχονται κατόπιν στην Ιεριχώ. Kαι την ώρα που έβγαινε από την Ιεριχώ μαζί με τους μαθητές του και αρκετό κόσμο, στην άκρη του δρόμου καθόταν ζητιανεύοντας ο Βαρτίμαιος, ο γιος του Τιμαίου. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Έρχονται στην Ιεριχώ. Καθώς ο Ιησούς, οι μαθητές του και πολύς κόσμος έβγαιναν από την πόλη, ένας τυφλός, ο Βαρτίμαιος, γιος του Τιμαίου, καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Έρχονται στην Ιεριχώ. Καθώς ο Ιησούς, οι μαθητές του και πολύς κόσμος έβγαιναν από την πόλη, ένας τυφλός, ο Βαρτίμαιος, γιος του Τιμαίου, καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Textus Receptus (Scrivener 1894) και ερχονται εις ιεριχω και εκπορευομενου αυτου απο ιεριχω και των μαθητων αυτου και οχλου ικανου υιος τιμαιου βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον προσαιτων Textus Receptus (Elzevir 1624) και ερχονται εις ιεριχω και εκπορευομενου αυτου απο ιεριχω και των μαθητων αυτου και οχλου ικανου υιος τιμαιου βαρτιμαιος ο τυφλος εκαθητο παρα την οδον προσαιτων |
Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ὅταν ἦλθαν τὰ πουλιά, τοὺς κατέφαγαν.
Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές,
Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
Καθὼς ἐπλησίαζε εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἕνας τυφλὸς ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητιάνευε.
Οἱ γείτονες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως τὸν ἔβλεπαν ὅτι ἦτο τυφλός, ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθότανε καὶ ζητιάνευε;».