Καὶ ὅταν ἐπροχώρησε ἀπ᾽ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα σὲ πλοιάριον μαζὶ μὲ τὸν Ζεβεδαῖον, τὸν πατέρα τους, νὰ ἐπισκευάζουν τὰ δίχτυα τους καὶ τοὺς ἐκάλεσε.
Κατά Μάρκον 1:19 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ὅταν ἐπροχώρησε ὀλίγον, εἶδε τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα εἰς πλοιάριον νὰ τακτοποιοῦν τὰ δίχτυα, Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Iάκωβο, αυτόν τού Zεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Iωάννη, και αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Έπειτα, αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννη τον αδελφό του, καθώς ετοίμαζαν κι αυτοί τα δίχτυα τους μέσα στο πλοίο, Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Ιησούς, είδε τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη να τακτοποιούν κι αυτοί τα δίχτυα μέσα στο ψαροκάικο, Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Ιησούς, είδε τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη να τακτοποιούν κι αυτοί τα δίχτυα μέσα στο ψαροκάικο, Textus Receptus (Scrivener 1894) και προβας εκειθεν ολιγον ειδεν ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελφον αυτου και αυτους εν τω πλοιω καταρτιζοντας τα δικτυα Textus Receptus (Elzevir 1624) και προβας εκειθεν ολιγον ειδεν ιακωβον τον του ζεβεδαιου και ιωαννην τον αδελφον αυτου και αυτους εν τω πλοιω καταρτιζοντας τα δικτυα |
Καὶ ὅταν ἐπροχώρησε ἀπ᾽ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα σὲ πλοιάριον μαζὶ μὲ τὸν Ζεβεδαῖον, τὸν πατέρα τους, νὰ ἐπισκευάζουν τὰ δίχτυα τους καὶ τοὺς ἐκάλεσε.
καὶ ἀμέσως τοὺς ἐκάλεσε. Αὐτοὶ ἄφησαν τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖον μέσα εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μισθωτοὺς καὶ ἔτρεξαν ὀπίσω του.
Καὶ τὸν πλησιάζουν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, θέλομεν ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σοῦ ζητήσωμεν, νὰ μᾶς τὸ κάνῃς».
Καὶ παίρνει μαζί του τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, καὶ ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾷ
τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοὺς ὠνόμασε Βοανεργές, τὸ ὁποῖον σημαίνει υἱοὶ βροντῆς·
Καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου.
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕξη ἡμέρας παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ᾽ ἕνα ψηλὸ βουνὸ ἰδιαιτέρως μόνους καὶ μεταμορφώθηκε μπροστά τους.
Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ Θωμᾶς ὁ ὀνομαζόμενος Δίδυμος, ὁ Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του.
Ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβηκαν εἰς τὸ ἀνῶγι, ὅπου ἔμεναν· ἦσαν ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ὁ Ἰούδας τοῦ Ἰακώβου.