Κατά Λουκάν 20:5 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ «Γιατί δὲν ἐπιστέψατε σ᾽ αὐτόν;». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι εκείνοι συλλογίστηκαν μέσα τους, λέγοντας ότι: Aν πούμε: Aπό τον ουρανό, θα πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ’ αυτόν; Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Eκείνοι, τότε, άρχισαν να συζητούνε μεταξύ τους και να λένε: «Aν πούμε: Oυράνια, θα μας πει: Tότε γιατί δεν πιστέψατε σ’ αυτόν; Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) I dhe esilloghisthisan cath’ eaftus, leghondes, Oti ean ìpomen, Ex uranu, theli ipì, dhia ti lipon dhen epistefsate is afton? Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτοί το συζήτησαν μεταξύ τους και είπαν: «Αν πούμε ότι προερχόταν από το Θεό, θα μας πει, “γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν;” Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτοί το συζήτησαν μεταξύ τους και είπαν: «Αν πούμε ότι προερχόταν από το Θεό, θα μας πει, “γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν;” Textus Receptus (Scrivener 1894) οι δε συνελογισαντο προς εαυτους λεγοντες οτι εαν ειπωμεν εξ ουρανου ερει δια τι ουν ουκ επιστευσατε αυτω |
Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ, «Γιατί λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σ᾽ αὐτόν;»,
Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς λιθοβολήσῃ, διότι ἔχει πεισθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης».
Αὐτὸς εἶναι διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ εἶπα, «Ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται κάποιος, ποὺ εἶναι ἀνώτερός μου, διότι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμέ».
Καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπαν, «Ραββί, ἐκεῖνος ποὺ ἦτο μαζί σου πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ ἔδωκες μαρτυρίαν, βαπτίζει καὶ ὅλοι ἔρχονται σ᾽ αὐτόν».
Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπειθεῖ εἰς τὸν Υἱὸν δὲν θὰ ἰδῇ ζωὴν ἀλλ᾽ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπάνω του».
Καὶ ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦτο πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀποστολῆς του, ἔλεγε, «Ποιός νομίζετε ὅτι εἶμαι; Ὄχι, δὲν εἶμαι ἐγώ· ἀλλ᾽ ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται ἕνας, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια του».