Κανεὶς ὅμως δὲν μιλοῦσε γι᾽ αὐτὸν δημοσίᾳ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους.
Kανένας, όμως, δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτόν, εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων.
Παρόλα αυτά, κανένας δε μιλούσε φανερά γι’ αυτόν, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους.
Κανένας όμως δε μιλούσε γι’ αυτόν φανερά, γιατί φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες.
ουδεις μεντοι παρρησια ελαλει περι αυτου δια τον φοβον των ιουδαιων
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν καὶ ἦτο μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ κρυφὸς διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, παρεκάλεσε τὸν Πιλᾶτον νὰ τοῦ ἐπιτραπῇ νὰ πάρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὁ Πιλᾶτος τὸ ἐπέτρεψε. Ἦλθε λοιπὸν καὶ ἐπῆρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ μαθηταί, διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ στάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη νὰ εἶναι μαζί σας».
Αὐτὸς ἦλθε τὴν νύχτα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ραββί, ξέρομεν ὅτι ἦλθες ὡς διδάσκαλος ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ θαύματα ποὺ σὺ κάνεις, ἐὰν δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του».
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ περιήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Γαλιλαίαν· δὲν ἤθελε νὰ μείνῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἐζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν.
Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζητοῦσαν κατὰ τὴν ἑορτὴν καὶ ἔλεγαν, «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;»,
Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν κατάπληκτοι καὶ ἔλεγαν, «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἐσπούδασε;».
Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἤδη συμφωνήσει νὰ γίνῃ ἀποσυνάγωγος ὅποιος ὁμολογήσῃ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Σὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτίαν καὶ μᾶς διδάσκεις;». Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω.
Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Σατανᾶ· ἀλλὰ κρατᾶς στερεὰ τὸ ὄνομά μου καὶ δὲν ἀρνήθηκες τὴν πίστιν σου σ᾽ ἐμένα, οὔτε κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ὁ Ἀντίπας, ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν πόλιν σας, ὅπου κατοικεῖ ὁ Σατανᾶς.