Κατά Ιωάννην 19:28 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ὕστερα, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὅλα ἔχουν ἤδη ἐκτελεσθῆ, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ σὲ ὅλα ἡ γραφή, λέγει, «Διψῶ». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς, γνωρίζοντας ότι όλα έχουν ήδη τελειώσει, για να εκπληρωθεί η γραφή, λέει: Διψάω. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Ύστερα απ’ αυτά, γνωρίζοντας ο Ιησούς πως όλα είχαν πια τελειώσει, για να εκπληρωθεί η Γραφή, λέει: «Διψώ». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: «Διψώ». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: «Διψώ». Textus Receptus (Scrivener 1894) μετα τουτο ειδως ο ιησους οτι παντα ηδη τετελεσται ινα τελειωθη η γραφη λεγει διψω Textus Receptus (Elzevir 1624) μετα τουτο ειδως ο ιησους οτι παντα ηδη τετελεσται ινα τελειωθη η γραφη λεγει διψω |
Ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς δώδεκα ἰδιαιτέρως, τοὺς εἶπε, «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα τὰ γραμμένα ἀπὸ τοὺς προφήτας διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Διότι σᾶς λέγω, ὅτι πρέπει νὰ ἐκπληρωθῇ εἰς ἐμὲ καὶ τοῦτο ποὺ εἶναι γραμμένον: Καὶ συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν ἀνόμων· καὶ ἔτσι ὅσα ἀφοροῦν ἐμὲ λαμβάνουν τέλος».
οἱ ὁποῖοι φανερώθηκαν μὲ λαμπρότητα καὶ μιλοῦσαν διὰ τὸν θάνατόν του, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ πραγματοποιηθῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
Πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα του διὰ νὰ μεταβῇ ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ εἶχε ἀγαπήσει τοὺς δικούς του ποὺ ἦσαν εἰς τὸν κόσμον, τώρα θὰ τοὺς ἔδειχνε τὴν ἀγάπην του εἰς μέγιστον βαθμόν.
Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ὅλα ὅσα θὰ τοῦ συνέβαιναν καὶ προχώρησε καὶ τοὺς εἶπε, «Ποιόν ζητᾶτε;».
Εἶπαν λοιπὸν μεταξύ τους, «Ἂς μὴ τὸν σχίσωμε ἀλλ᾽ ἂς βάλωμε δι᾽ αὐτὸν κλῆρον τίνος θὰ πέσῃ» — διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφὴ ποὺ λέγει, Ἐμοίρασαν τὰ ἐνδύματά μου μεταξύ τους καὶ διὰ τὸν ἱματισμόν μου ἔρριξαν κλῆρον. Αὐτὰ ἔκαναν οἱ στρατιῶται.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸ ξύδι, εἶπε, «Τετέλεσται», καὶ ἀφοῦ ἔγειρε τὸ κεφάλι, παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργον του.
Ὅταν ἐξεπλήρωσαν ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ δι᾽ αὐτόν, τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ μνημεῖον.