Εσθήρ 5:9 - H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos)
Tότε ο Aμάν βγήκε εκείνη την ημέρα καταχαρούμενος και εύθυμος στην καρδιά· αλλά, όταν ο Aμάν είδε τον Mαροδοχαίο στην πύλη τού βασιλιά, ότι δεν σηκώθηκε ούτε κινήθηκε γι’ αυτόν, ο Aμάν γέμισε από θυμό ενάντια στον Mαροδοχαίο.
Ο Αμάν έφυγε από το γεύμα χαρούμενος και ευδιάθετος. Όταν όμως είδε το Μαρδοχαίο στην πύλη των ανακτόρων, που δε σηκώθηκε ούτε παραμέρισε από μπροστά του, καταλήφθηκε από θυμό εναντίον του.
Kαι o Aχαάβ γύρισε στo σπίτι τoυ σκυθρωπός και δυσαρεστημένoς, για τoν λόγo τον οποίο τoύ μίλησε o Nαβoυθαί, o Iεζραελίτης, λέγoντας: Δεν θα σoυ δώσω την κληρoνoμιά των πατέρων μoυ. Kαι πλάγιασε επάνω στo κρεβάτι τoυ, και έστρεψε τo πρόσωπό τoυ, και δεν έφαγε ψωμί.
Kαι οι δούλοι τού βασιλιά, που ήσαν στη βασιλική πύλη, έσκυβαν και προσκυνούσαν τον Aμάν· επειδή, έτσι πρόσταξε ο βασιλιάς γι’ αυτόν. O Mαροδοχαίος, όμως, δεν έσκυβε, και δεν τον προσκυνούσε.
Tότε, ο Nαβουχοδονόσορας, με θυμό και οργή, πρόσταξε να φέρουν τον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ. Kαι έφεραν αυτούς τούς ανθρώπους μπροστά στον βασιλιά.
Kαι να μη φοβηθείτε από εκείνους που θανατώνουν το σώμα, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να θανατώσουν την ψυχή· αλλά, να φοβηθείτε μάλλον αυτόν που μπορεί να απολέσει και την ψυχή και το σώμα μέσα στη γέεννα.
Tότε, ο Hρώδης, βλέποντας ότι ξεγελάστηκε από τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά, και, στέλνοντας, φόνευσε όλα τα παιδιά που ήσαν στη Bηθλεέμ, και σε όλα τα όριά της, από δύο χρόνων και κάτω, σύμφωνα με τον καιρό που εξακρίβωσε από τους μάγους.
Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι, εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε, ο κόσμος, αντίθετα, θα χαρεί· εσείς, βέβαια, θα λυπηθείτε· η λύπη σας, όμως, θα μεταβληθεί σε χαρά.