Biblia Todo Logo
Διαδικτυακή Βίβλος
- Διαφημίσεις -




Κατά Λουκάν 7:13 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν

13 Μόλις ὁ Κύριος τὴν εἶδε, τὴν σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε, «Μὴν κλαῖς».

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο


Περισσότερες εκδόσεις

H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos)

13 Kαι όταν την είδε ο Kύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Mη κλαις.

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου

13 Kαι σαν την είδε ο Kύριος, την σπλαχνίστηκε και της είπε: «Mην κλαις!».

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika)

13 Ke idhòn aftin o Kirios esplanchnisthi dhi’ aftin, ke ipe pros aftin, Mi clee.

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

13 Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

13 Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις».

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Textus Receptus (Scrivener 1894)

13 και ιδων αυτην ο κυριος εσπλαγχνισθη επ αυτη και ειπεν αυτη μη κλαιε

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο




Κατά Λουκάν 7:13
36 Σταυροειδείς Αναφορές  

«Σπλαγχνίζομαι τὸ πλῆθος, διότι ἤδη ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἶναι μαζί μου καὶ δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν.


Ὕστερα ὁ Κύριος ἐδιάλεξε καὶ ἄλλους ἑβδομῆντα καὶ τοὺς ἔστειλε ἀνὰ δύο πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν εἰς κάθε πόλιν καὶ τόπον, ἀπὸ ὅπου ἔμελλε νὰ περάσῃ.


Κάποτε προσευχότανε εἰς ἕνα τόπον καὶ ὅταν ἐτελείωσε, τοῦ εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, «Κύριε, δίδαξέ μας πῶς νὰ προσευχώμεθα, ὅπως καὶ ὁ Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητάς του».


Ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε, «Σεῖς οἱ Φαρισαῖοι καθαρίζετε τὸ ἐξωτερικὸν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, ἀλλὰ μέσα σας εἶσθε γεμᾶτοι ἁρπαγὴν καὶ πονηρίαν.


Ὁ Κύριος εἶπε, «Ποιός ἆραγε εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριος θὰ τοποθετήσῃ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ τοὺς δίνῃ τὴν κανονισμένην μερίδα τροφῆς εἰς τὴν κατάλληλη ὥρα;


Ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκρίθη, «Ὑποκριτά, δὲν λύνει καθένας ἀπὸ σᾶς, κατὰ τὸ Σάββατον, τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὸν σταῦλον καὶ τὸν φέρνει νὰ τὸν ποτίσῃ;


Καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπαν εἰς τὸν Κύριον, «Πρόσθεσε σ᾽ ἐμᾶς πίστιν».


Ὁ δὲ Κύριος εἶπε, «Ἐὰν εἴχατε πίστιν σὰν τὸν σπόρο τοῦ σιναπιοῦ θὰ μπορούσατε νὰ πῆτε στὴν μουριὰ αὐτή, «Ξεριζώσου καὶ φυτέψου εἰς τὴν θάλασσαν», καὶ θὰ σᾶς ὑπήκουε.


Εἶπε δὲ ὁ Κύριος, «Ἀκούσατε τί λέγει ὁ ἄδικος κριτής.


Ὁ Ζακχαῖος ἐστάθηκε καὶ εἶπε εἰς τὸν Κύριον, «Τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας μου δίνω, Κύριε, εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐὰν μὲ δόλιον τρόπον ἐπῆρα ἀπὸ κάποιον τίποτε, θὰ τοῦ τὸ ἀποδώσω τέσσερις φορὲς περισσότερον».


Ὁ Κύριος ἐγύρισε καὶ ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον τὸν Πέτρον καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅταν τοῦ εἶπε, «Πρὶν λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».


ἐμπῆκαν μέσα, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.


καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα.


Μόλις ἐπλησίασε εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, μετεφέρετο ἔξω ἕνας νεκρὸς ποὺ ἦτο τὸ μόνο παιδὶ τῆς μητέρας του ἡ ὁποία ἦτο χήρα. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ἦσαν μαζί της.


Ἐπροχώρησε καὶ ἔπιασε τὸ φέρετρον, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ τὸ ἐβάσταζαν ἐστάθηκαν. Αὐτὸς εἶπε, «Νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω».


Καὶ ὁ Ἰωάννης προσκάλεσε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς τὸν Ἰησοῦν νὰ τοῦ ποῦν, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ ἢ ἄλλον νὰ περιμένωμεν;».


Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται».


Αὐτὴ ἦτο ἡ Μαρία ποὺ ἄλειψε τὸν Κύριον μὲ μύρον καὶ ἐσφόγγισε τὰ πόδια του μὲ τὰ μαλλιά της, τῆς ὁποίας ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἦτο ἀσθενής.


Ἔστειλαν λοιπὸν οἱ ἀδελφὲς πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶς, εἶναι ἀσθενής».


Καὶ τῆς λέγουν ἐκεῖνοι, «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς;». Αὐτὴ ἀπήντησε, «Διότι ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν».


Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς; Ποιόν ζητᾶς;». Ἐκείνη, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός, τοῦ λέγει, «Κύριε, ἐὰν σὺ τὸν ἐπῆρες, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες καὶ ἐγὼ θὰ τὸν σηκώσω».


Ὅταν ὁ Κύριος ἔμαθε ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάνει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους μαθητὰς παρὰ ὁ Ἰωάννης —


Ἦλθαν ὅμως ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔφαγαν ψωμὶ μετὰ τὴν εὐχαριστήριον εὐχὴν τοῦ Κυρίου.


ἐκεῖνοι ποὺ κλαίουν σὰν νὰ μὴ κλαίουν, ἐκεῖνοι ποὺ χαίρουν σὰν νὰ μὴ χαίρουν, ἐκεῖνοι ποὺ ἀγοράζουν σὰν νὰ μὴ κατέχουν,


Δὲν θέλομεν, ἀδελφοί, νὰ ἀγνοῆτε ὅσον ἀφορᾷ ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνται, διὰ νὰ μὴ λυπῆσθε ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα.


Διὰ τοῦτο ἔπρεπε νὰ γίνῃ καθ᾽ ὅλα ὅμοιος μὲ τοὺς ἀδελφούς του, διὰ νὰ εἶναι εὔσπλαγχνος καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἐξιλεώνῃ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ.


Διότι δὲν ἔχομεν ἀρχιερέα, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ συμπαθήσῃ εἰς τὰς ἀδυναμίας μας, ἀλλὰ ἔχομεν ἕνα ποὺ ἔχει δοκιμασθῆ καθ᾽ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμοιότητά του μ᾽ ἐμᾶς, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσῃ.


Ακολουθησε μας:

Διαφημίσεις


Διαφημίσεις