Ησαΐας 19:2 - Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)
2 Ο Κύριος λέει: «Θα ξεσηκώσω τους Αιγυπτίους τον ένα ενάντια στον άλλον, ώστε να πολεμήσουν αδερφός εναντίον αδερφού και φίλος εναντίον φίλου, πόλη ενάντια σε πόλη κι ένα κομμάτι του βασιλείου ενάντια στο άλλο.
2 Kαι θα σηκώσει Aιγυπτίoυς ενάντια σε Aιγυπτίoυς, και θα πoλεμήσoυν κάθε ένας ενάντια στoν αδελφό τoυ, και κάθε ένας ενάντια στoν πλησίoν του· πόλη ενάντια σε πόλη, βασιλεία ενάντια σε βασιλεία.
2 Ο Κύριος λέει: «Θα ξεσηκώσω τους Αιγυπτίους τον ένα ενάντια στον άλλον, ώστε να πολεμήσουν αδερφός εναντίον αδερφού και φίλος εναντίον φίλου, πόλη ενάντια σε πόλη κι ένα κομμάτι του βασιλείου ενάντια στο άλλο.
Όταν σάλπισαν και οι τριακόσιοι με τις σάλπιγγες, ο Κύριος έκανε ώστε μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο ο ένας να στρέψει το ξίφος του εναντίον του άλλου και ν’ αλληλοσκοτωθούν. Όσοι από τους στρατιώτες γλίτωσαν, έφτασαν τρέχοντας ως τη Βαιθ-Ασσιτά, προς την κατεύθυνση της Σερεθά, κι ως την άκρη της Αβέλ-Μεχολά, κοντά στην Ταββάθ.
Τότε ο Σαούλ και ο στρατός του συγκεντρώθηκαν και προχώρησαν στο σημείο όπου θα δινόταν η μάχη. Βλέπουν τότε τους Φιλισταίους να σφάζονται μεταξύ τους μέσα σε μια απερίγραπτη σύγχυση.
Ο Ιησούς κατάλαβε τους διαλογισμούς τους και τους είπε: «Όταν ένα βασίλειο χωριστεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, ερημώνεται· κι όταν σε μια πόλη ή σε μια οικογένεια πέσει διχασμός, θα διαλυθεί.
Οι παρατηρητές του Σαούλ, από τη Γιβεά στην περιοχή Βενιαμίν, είδαν ότι στο στρατόπεδο των Φιλισταίων έπεσε πανικός και το πλήθος έφευγε από ’δω κι από ’κει.
Μην αποθαρρύνεστε και μη φοβάστε από τις φήμες που στη χώρα διαδίδονται. Γιατί κάθε χρονιά διαδίδεται και μια καινούργια φήμη, πότε η μια πότε η άλλη. Στη χώρα κυριαρχεί η καταδυνάστευση, κι ο ένας εξουσιαστής τον άλλο εξουσιαστή κοιτάζει να τον ρίξει.
Σας είπαν εκ μέρους μου: “μέχρι τώρα δεν υπήρχε αντιμισθία για τους εργάτες· ούτε τα ζώα απέδιδαν τίποτε. Όποιος έβγαινε από την πόλη φοβόταν για τη ζωή του· κι εγώ ξεσήκωνα τον ένα εναντίον του άλλου.
Μετά το θάνατο του Ζιμρί ο ισραηλιτικός λαός διχάστηκε. Το μισό του λαού ήθελαν να κάνουν βασιλιά τον Τιβνί, γιο του Γινάθ, και το άλλο μισό ήθελαν τον Αμρί.