Biblia Todo Logo
Διαδικτυακή Βίβλος

- Διαφημίσεις -




Ησαΐας 50:2 - Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

2 »Όταν ήρθα και φώναξα, γιατί δεν ήτανε κανείς εκεί ν’ αποκριθεί; Είναι μήπως μικρό το χέρι μου να δώσει λύτρωση; ή δεν έχω τη δύναμη να σώσω; »Εγώ με μια μου προσταγή τη θάλασσα ξεραίνω, κάνω τους ποταμούς να γίνουν έρημος· τα ψάρια τους χωρίς νερό ψοφούν.

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos)

2 Γιατί, όταν ήρθα, δεν υπήρχε κανένας; Kαι όταν κάλεσα, δεν υπήρχε εκείνoς πoυ να απαντάει; Mίκρυνε κατά τίπoτε τo χέρι μoυ, ώστε να μη μπoρεί να λυτρώσει; Ή, δεν έχω δύναμη να ελευθερώσω; Δέστε, εγώ, με την επιτίμησή μoυ, ξέρανα τη θάλασσα, έκανα έρημo τoυς πoταμoύς· τα ψάρια τoυς ξεράθηκαν από έλλειψη νερoύ, και πέθαναν από τη δίψα.

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο

Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

2 »Όταν ήρθα και φώναξα, γιατί δεν ήτανε κανείς εκεί ν’ αποκριθεί; Είναι μήπως μικρό το χέρι μου να δώσει λύτρωση; ή δεν έχω τη δύναμη να σώσω; »Εγώ με μια μου προσταγή τη θάλασσα ξεραίνω, κάνω τους ποταμούς να γίνουν έρημος· τα ψάρια τους χωρίς νερό ψοφούν.

Δείτε το κεφάλαιο αντίγραφο




Ησαΐας 50:2
46 Σταυροειδείς Αναφορές  

Θαρρείτε πως το χέρι του Κυρίου δεν φτάνει να σας σώσει, και πως το αυτί του δεν μπορεί να σας ακούσει;


Τότε ο Κύριος απάντησε στο Μωυσή: «Μήπως ελαττώθηκε η δύναμη του Θεού; Θα δεις αν θα εκπληρωθεί ο λόγος μου ή όχι».


Γι’ αυτό κι εγώ αποφασίζω να τους ταλαιπωρήσω και να τους κάνω να υποστούν όλα όσα φοβούνται. Εγώ καλούσα και κανείς δεν απαντούσε, μιλούσα μα αυτοί δεν άκουγαν. Κάνανε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσαν αυτό που με δυσαρεστεί».


τότε, τα νερά που κατέβαιναν από πάνω στάθηκαν και μαζεύτηκαν σ’ ένα σωρό, σε μεγάλη απόσταση, κοντά στην πόλη Αδάμ, που βρίσκεται στην περιοχή της Ζαρετάν. Τα νερά που κατέβαιναν προς τη Νεκρά Θάλασσα αποκόπηκαν, κι έτσι ο λαός πέρασε απέναντι από την Ιεριχώ.


Τίποτα δεν είναι αδύνατο για τον Κύριο! Όταν την ίδια εποχή ύστερα από ένα χρόνο θα ξανάρθω σπίτι σου, η Σάρρα θα έχει γιο».


Και μ’ όλα αυτά ο λαός μου επιμένει ν’ αποστατεί. Φωνάζει, για το ζυγό που τον καταπιέζει, αλλά κανείς δεν βρίσκεται να τους τον πάρει.


Σας προσκάλεσα αλλά εσείς αρνηθήκατε· πρόσφερα το χέρι μου μα ούτ’ ένας δεν έδωσε προσοχή.


Ήρθε στον τόπο το δικό του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν.


Τη θάλασσα απειλεί και τη στεγνώνει, κάνει να στερέψουν όλοι οι ποταμοί. Ξεραίνονται τα βοσκοτόπια της Βασάν, πεθαίνουνε τα δέντρα του Καρμήλου, και τ’ άνθη του Λιβάνου μαραίνονται.


Μετά, όμως, όσο τους καλούσα προς εμέ, τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Στο Βάαλ πρόσφεραν θυσίες και μπρος στα είδωλά του καίγαν προσφορές.


Σας έστειλα επανειλημμένα τους δούλους μου τους προφήτες και σας παρήγγειλα: Αφήστε ο καθένας σας τον κακό του δρόμο και διορθώστε τα έργα σας· σταματήστε ν’ ακολουθείτε άλλους θεούς και να τους λατρεύετε· τότε θα κατοικήσετε τη χώρα που έδωσα σ’ εσάς και στους προγόνους σας. Δε με ακούσατε όμως, ούτε δώσατε καμιά προσοχή.


εσάς θα σας παραδώσω στη σφαγή. Όλοι σας θα εξολοθρευθείτε, γιατί σας κάλεσα και δεν αποκριθήκατε. Μιλούσα, μα εσείς δεν ακούγατε. Κάνατε ό,τι θεωρώ εγώ κακό, και προτιμούσατε αυτό που με δυσαρεστεί.


Είδε πως δεν ήταν κανείς να βοηθήσει τον κατατρεγμένο κι απόρησε· γι’ αυτό με τη δική του δύναμη τον βοήθησε, κι επέβαλε το δίκαιο θέλημά του.


Ο Κύριος λέει: «Στο παρελθόν άνοιξα δρόμο μες στη θάλασσα, δίοδο μες στα ορμητικά νερά·


Θα ερημώσω λόφους και βουνά κι όλη τη χλόη τους θα την ξεράνω· θα κάνω τα ποτάμια να γίνουν έρημοι, τις λίμνες θα αποξηράνω.


Ο Μωυσής άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, και ο Κύριος, μ’ έναν ισχυρότατο ανατολικό άνεμο, που φυσούσε όλη τη νύχτα, έκανε τα νερά να υποχωρήσουν. Έτσι η θάλασσα έγινε στεριά. Τα νερά χωρίστηκαν στα δύο,


Τα ψάρια ψόφησαν, και βρώμησε ο Νείλος, έτσι που οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό απ’ αυτόν. Ολόκληρη η χώρα της Αιγύπτου γέμισε αίμα.


Τα ψάρια του ποταμού θα ψοφήσουν και θα βρωμήσει ο Νείλος· και οι Αιγύπτιοι θα σιχαίνονται να πιουν νερό απ’ αυτόν”».


Και να ποια είναι η καταδίκη: Το φως ήρθε στον κόσμο, οι άνθρωποι όμως αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως, γιατί οι πράξεις τους ήταν πονηρές.


Εκείνος σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα· φιμώσου!» Σταμάτησε τότε ο άνεμος κι έγινε απόλυτη γαλήνη.


Ο Κύριος λέει: «Βαδίστε μέσ’ από τους δρόμους της Ιερουσαλήμ· καλά κοιτάξτε και ψάξτε στις πλατείες της! Αν βρείτε έστω κι έναν άνθρωπο να κάνει το σωστό και ν’ αναζητάει την αλήθεια, τότε εγώ θα συγχωρήσω την αμαρτία της πόλης.


Αυτός μέσ’ από της θάλασσας τα βάθη τους οδήγησε, χωρίς καθόλου να σκοντάψουν, όπως βαδίζει το άλογο στην έρημο.


Εσύ δεν ήσουνα που ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά της γιγάντιας αβύσσου, που δρόμο έκανες της θάλασσας τα βάθη, λεύτεροι να περάσουμε;»


»Κοίταξα, μα κανένας δεν υπήρχε ανάμεσά τους σύμβουλος, να τον ρωτήσω και να μου απαντήσει.


Ποιοι από τους θεούς όλων αυτών των χωρών έσωσαν τη χώρα τους από την κυριαρχία μου, για να σώσει και ο Κύριος την Ιερουσαλήμ;»


Η στάθμη των λιμνών χαμηλώνει, ο ποταμός στερεύει και ξεραίνεται.


Τώρα, λοιπόν, μη σας κοροϊδεύει ο Εζεκίας και μην τον αφήνετε να σας εξαπατάει μ’ αυτόν τον τρόπο! Μην τον πιστεύετε! Κανένας θεός οποιουδήποτε έθνους ή βασιλείου δεν μπόρεσε να γλιτώσει το λαό του από την εξουσία τη δική μου και των προγόνων μου. Πολύ λιγότερο ο Θεός σας θα μπορέσει να σας γλιτώσει από μένα».


Όσο για τους Ισραηλίτες, αυτοί είχαν περάσει μέσα απ’ τη θάλασσα πατώντας σε στεριά, ενώ τα νερά σχημάτιζαν τείχος δεξιά κι αριστερά τους.


Με προσοχή άκουσα, μα δε μίλησαν σωστά· κανένας δεν υπάρχει που να μετανοεί για την κακία του και που να λέει “τι έκανα;” Καθένας τους ακολουθεί ασυλλόγιστα το δρόμο του, καθώς το άλογο που ορμά στη μάχη.


Και τώρα, πάλι κάνατε τα ίδια ανόσια έργα· σας μίλησα ασταμάτητα μα δεν ακούσατε· σας κάλεσα μα δεν αποκριθήκατε.


Τότε θ’ αποξηράνει ο Κύριος τον κόλπο της Αιγύπτου και θα υψώσει απειλητικά το χέρι του ενάντια στον ποταμό Ευφράτη· φυσώντας δυνατά θα τον διασπάσει σε εφτά ρυάκια, έτσι που να μπορεί κανείς να τον περάσει φορώντας τα σανδάλια του.


Ο Κύριος άπλωσε το χέρι του πάνω στη θάλασσα, συγκλόνισε βασίλεια. Πρόσταξε την καταστροφή των οχυρών της Χαναάν.


Εγώ είμαι που λέω στην άβυσσο, “γίνε στεριά· τα ρεύματά σου θα τα ξεράνω”.


Ο Κύριος τώρα σε καλεί σαν μια γυναίκα εγκαταλειμμένη και καταθλιμμένη. Λέει ο Θεός σου: «Περιφρονεί ποτέ κανείς εκείνη τη γυναίκα που αγάπησε στα νιάτα του;


»Αν πας να τους τα πεις όλα αυτά, δε θα σε ακούσουν· αν τους καλέσεις, δε θα σου αποκριθούν.


Γιατί στέκεις σαν αποσβολωμένος, σαν πολεμιστής αφοπλισμένος, που να βοηθήσει δεν μπορεί; Αλλά εσύ, Κύριε, είσαι ανάμεσά μας και σ’ εσένα ανήκουμε. Μη μας εγκαταλείψεις!»


Η εντολή του Ιωναδάβ, γιου του Ρηχάβ, που είχε διατάξει τους απογόνους του να μην πίνουν κρασί, τηρήθηκε και μέχρι σήμερα δεν πίνουν, γιατί υπακούν στην προσταγή του προγόνου τους. Εμένα όμως, που σας μίλησα επίμονα, δε με ακούσατε.


Κύριε, ενάντια σε ποιον στρέφεται ο θυμός σου; Μήπως ενάντια στους ποταμούς ή στη βαθιά τη θάλασσα, ώστε ν’ ανεβαίνεις πάνω στ’ άλογά σου, στις άμαξές σου που στη νίκη σε οδηγούν;


Κανένας δεν επικαλείται τ’ όνομά σου ούτε και σκέφτεται να σ’ εμπιστευτεί. Έκρυψες πια από μας το πρόσωπό σου, και να υποφέρουμε, μας άφησες, τα επακόλουθα των αμαρτιών μας.


Ακολουθησε μας:

Διαφημίσεις


Διαφημίσεις