Α' Σαμουήλ 17:35 - Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)
35 τότε εγώ έτρεχα ξωπίσω τους και τα σκότωνα και γλίτωνα το πρόβατο από το στόμα τους. Κι όταν κάποτε ένα λιοντάρι χύμηξε πάνω μου, εγώ το άρπαξα από τη χαίτη του, το χτύπησα κάτω και το σκότωσα.
35 και βγήκα πίσω απ’ αυτό, και το πάταξα, και τo ελευθέρωσα από τo στόμα τoυ· και καθώς σηκώθηκε εναντίoν μoυ, τo άρπαξα από τη σιαγόνα, και τo χτύπησα, και τo θανάτωσα·
35 τότε εγώ έτρεχα ξωπίσω τους και τα σκότωνα και γλίτωνα το πρόβατο από το στόμα τους. Κι όταν κάποτε ένα λιοντάρι χύμηξε πάνω μου, εγώ το άρπαξα από τη χαίτη του, το χτύπησα κάτω και το σκότωσα.
Ο Βεναΐας από την Καβσεήλ, γιος του Ιεωϊαδά και εγγονός ενός γενναίου άντρα, άντρας γενναίος κι αυτός, έκανε πολλά κατορθώματα. Αυτός σκότωσε δύο Μωαβίτες πολεμιστές, που ονομάζονταν «Τα Λιοντάρια της Μωάβ». Επίσης, μια μέρα που χιόνιζε, κατέβηκε σ’ ένα λάκκο όπου είχε πέσει ένα λιοντάρι, και το σκότωσε.
Πώς ο βοσκός μέσ’ απ’ του λιονταριού το στόμα μόλις που καταφέρνει να τραβήξει δυο κόκαλα απ’ τα πόδια του αρνιού ή ένα κομμάτι αυτί; Παρόμοια θα σωθούν κι οι Ισραηλίτες που κατοικούνε στη Σαμάρεια: Τίποτα δε θα μείνει παραπάνω από μια ράχη κι ένα κομμάτι από ποδάρι κρεβατιού”».
Τότε ο Δαβίδ του είπε: «Όταν ο δούλος σου έβοσκα τα πρόβατα του πατέρα μου κι ερχόταν κανένα λιοντάρι ή καμιά αρκούδα κι άρπαζε ένα πρόβατο από το κοπάδι,
Λιοντάρια και αρκούδες έχω σκοτώσει ο δούλος σου. Ό,τι έπαθαν εκείνα, το ίδιο θα πάθει κι ετούτος εδώ ο απερίτμητος Φιλισταίος, γιατί πρόσβαλε τα στρατεύματα του αληθινού Θεού.