και με ανέβασε από λάκκο ταλαιπωρίας και από βορβορώδη λάσπη, και έστησε τα πόδια μου επάνω σε πέτρα, στερέωσε τα βήματά μου· και έβαλε στο στόμα μου ένα καινούργιο τραγούδι, έναν ύμνο στον Θεό μας.
Eπειδή, φωτιά άναψε μέσα στον θυμό μου, και θα κάψει μέχρι τα κατώτερα μέρη τού άδη, Kαι θα καταφάει τη γη μαζί με τα γεννήματά της, και θα καταφλογίσει τα θεμέλια των βουνών.
είναι άγρια κύματα της θάλασσας, που αφρίζουν τις δικές τους μορφές ντροπής· είναι αστέρια που περιπλανιούνται, για τους οποίους το βαθύ σκοτάδι είναι φυλαγμένο στον αιώνα.
και αγγέλους, οι οποίοι δεν φύλαξαν το δικό τους αξίωμα, αλλά εγκατέλειψαν το ίδιο τους κατοικητήριο, τους έβαλε υπό φύλαξη με παντοτινά δεσμά κάτω από το σκοτάδι, για την κρίση τής μεγάλης ημέρας·