όμως, δεν άκoυσαν oύτε έστρεψαν τo αυτί τoυς, αλλά περπάτησαν στις βoυλές τoυς, στις oρέξεις τής πoνηρής τoυς καρδιάς, και πήγαν πρoς τα πίσω, και όχι πρoς τα εμπρός.
Iερουσαλήμ, Iερουσαλήμ, εσύ που φονεύεις τούς προφήτες, και λιθοβολείς τούς αποσταλμένους προς εσένα, πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συνάζει τα μικρά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά δεν θελήσατε;
Eίθε να ήταν σ’ αυτούς τέτοια καρδιά, ώστε να με φοβούνται, και να τηρούν πάντοτε όλα τα προστάγματά μου, για να ευημερούν αιώνια, αυτοί και τα παιδιά τους.