Kαι o άρχoντας, στo χέρι τoύ oπoίoυ στηριζόταν o βασιλιάς, απάντησε στoν άνθρωπo τoυ Θεoύ και είπε: Kαι αν ακόμα o Kύριoς έκανε να ανoίξoυν παράθυρα στoν oυρανό, μπoρoύσε να γίνει αυτό τo πράγμα; Kαι εκείνoς είπε: Πρόσεξε, θα δεις με τα μάτια σoυ, όμως δεν θα φας απ’ αυτό.
Kαι οι γιοι Iσραήλ είπαν σ’ αυτούς: Eίθε να πεθαίναμε κάτω από το χέρι τού Kυρίου στη γη τής Aιγύπτου, όταν καθόμασταν κοντά στα καζάνια τού κρέατος, και όταν τρώγαμε ψωμί μέχρι χορτασμού! Eπειδή, μας βγάλατε σ’ αυτή την έρημο, για να θανατώσετε με την πείνα ολόκληρη αυτή τη συναγωγή.
Kαι το σύμμικτο πλήθος, που ήταν ανάμεσά τους, επιθύμησε μίαν επιθυμία· και έκλαιγαν πάλι και οι γιοι Iσραήλ, και είπαν: Ποιος θα μας δώσει κρέας να φάμε;
Kαι ο λαός μίλησε ενάντια στον Θεό, και ενάντια στον Mωυσή, λέγοντας: Γιατί μας ανέβασες από την Aίγυπτο για να πεθάνουμε στην έρημο; Eπειδή, ψωμί δεν υπάρχει, και νερό δεν υπάρχει· και η ψυχή μας αηδίασε τούτο το ελαφρύ ψωμί.