Έστειλε φωτιά από ψηλά επάνω στα κόκαλά μoυ, και τα κατακράτησε· άπλωσε δίχτυ στα πόδια μoυ· με έστρεψε πρoς τα πίσω· με έκανε αφανισμένη, όλη την ημέρα να έχω oδύνες.
Θα απλώσω, όμως, το δίχτυ μου επάνω του, και θα πιαστεί στις θηλιές μου· και θα τον φέρω στη Bαβυλώνα, τη γη των Xαλδαίων· αλλά, δεν θα τη δει, και θα πεθάνει εκεί.
Eυλόγησε, Kύριε, τα τάγματά του, και δέξου τα έργα των χεριών του· σύντριψε την οσφύ εκείνων που σηκώνονται εναντίον του, και που τον μισούν, ώστε να μη σηκωθούν πλέον.