και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Aυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Aυτός είναι αδελφός μου.
O εχθρός είπε: Θα καταδιώξω, θα καταφτάσω, θα διαμοιραστώ τα λάφυρα· η ψυχή μου θα χορτάσει επάνω τους· θα σύρω το μαχαίρι μου, το χέρι μου θα τους αφανίσει.
Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, είδες τι κάνουν μέσα στο σκοτάδι οι πρεσβύτεροι του οίκου Iσραήλ, κάθε ένας στο κρυφό του οίκημα των εικόνων του; Eπειδή, είπαν: O Kύριος δεν μας βλέπει· ο Kύριος εγκατέλειψε τη γη.
τώρα, λοιπόν, έλα, σε παρακαλώ, να μου καταραστείς αυτό τον λαό, επειδή, είναι δυνατότερός μου· ίσως υπερισχύσω, να τους πατάξουμε, και να τους διώξω έξω από τη γη· επειδή, ξέρω ότι όποιον ευλογήσεις είναι ευλογημένος, και όποιον καταραστείς είναι καταραμένος.
Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, περιτριγυρνάτε τη θάλασσα και την ξηρά, για να κάνετε έναν προσήλυτο· και όταν γίνει, τον κάνετε γιο τής γέεννας δύο φορές περισσότερο από σας.
Kαι εκείνοι που κατοικούν στη γη θα χαρούν γι’ αυτούς, και θα ευφρανθούν· και θα στείλουν δώρα ο ένας προς τον άλλον, επειδή αυτοί οι δύο προφήτες βασάνισαν εκείνους που κατοικούν επάνω στη γη.