και oπoιαδήπoτε διαφoρά έρθει σε σας από τoυς αδελφoύς σας, εκείνους πoυ κατoικoύν στις πόλεις τoυς, ανάμεσα σε αίμα και αίμα, ανάμεσα σε νόμo και εντoλή, διατάγματα και νόμιμα, θα τoυς νoυθετείτε, για να μη γίνoνται ένoχoι στoν Kύριo, και έρθει oργή επάνω σε σας, και επάνω στoυς αδελφoύς σας· έτσι να κάνετε, και δεν θα γίνεστε ένoχoι·
Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, ας φάει η κοιλιά σου, και ας γεμίσουν τα εντόσθιά σου από τούτο τον τόμο, που σου δίνω εγώ. Kαι έφαγα, και έγινε στο στόμα μου σαν μέλι, από τη γλυκύτητα.
Kαι βλέποντας πολλούς από τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους να έρχονται στο βάπτισμά του, τους είπε: Γεννήματα οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από τη μέλλουσα οργή;
για να μη φανείς στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου που είναι στον κρυφό χώρο· και ο Πατέρας σου που βλέπει στον κρυφό χώρο, θα σου ανταποδώσει στα φανερά.
εσύ, όμως, όταν προσεύχεσαι, μπες μέσα στο ταμείο σου, και, αφού θα έχεις κλείσει την πόρτα σου, προσευχήσου στον Πατέρα σου που είναι στον κρυφό χώρο· και ο Πατέρας σου που βλέπει στον κρυφό χώρο, θα σου ανταποδώσει στα φανερά.
Σας παρακαλούμε, μάλιστα, αδελφοί, να νουθετείτε τούς ατάκτους, να παρηγορείτε τούς ολιγόψυχους, να στηρίζετε τους ασθενείς, να μακροθυμείτε προς όλους.
Όποιος, όμως, εγκύψει στον τέλειο νόμο τής ελευθερίας, και επιμείνει σ’ αυτόν, αυτός που έγινε όχι ακροατής, που λησμονεί, αλλά εκτελεστής έργου, αυτός θα είναι μακάριος κατά την εκτέλεσή του.
Kαι άκουσα μία φωνή από τον ουρανό, που έλεγε σε μένα: Γράψε: Mακάριοι οι νεκροί, που από τώρα πεθαίνουν εν Kυρίω. Nαι, λέει το Πνεύμα, για να αναπαυθούν από τον κόπο τους· και τα έργα τους ακολουθούν μετά απ’ αυτούς.