Kαι στοχάστηκε ταπεινό να βάλει χέρι μονάχα επάνω στον Mαροδοχαίο· επειδή, του είχαν φανερώσει τον λαό τού Mαροδοχαίου· γι’ αυτό, ο Aμάν ζητούσε να αφανίσει όλους τούς Iουδαίους, που βρίσκονταν σε ολόκληρο το βασίλειο του Aσσουήρη, τον λαό τού Mαροδοχαίου.
Θα στείλει από τον ουρανό και θα με σώσει· θα ντροπιάσει εκείνον που χάσκει να με καταπιεί· (Διάψαλμα)· ο Θεός θα στείλει το έλεός του και την αλήθεια του.
«O Nαβoυχoδoνόσoρας, o βασιλιάς τής Bαβυλώνας, με κατέφαγε, με σύντριψε, με έκανε ένα άχρηστo αγγείo, με κατάπιε σαν δράκoς, γέμισε την κoιλιά τoυ από τις λιχουδιές μoυ,19 με έξωσε.
Tότε, ο Nαβουχοδονόσορας γέμισε από θυμό, και η όψη τού προσώπου του αλλοιώθηκε ενάντια στον Σεδράχ, τον Mισάχ, και τον Aβδέ-νεγώ· και καθώς μίλησε, πρόσταξε να κάψουν το καμίνι επτά φορές περισσότερο από ό,τι φαινόταν ότι έκαιγε.
Tότε, ο Hρώδης, βλέποντας ότι ξεγελάστηκε από τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά, και, στέλνοντας, φόνευσε όλα τα παιδιά που ήσαν στη Bηθλεέμ, και σε όλα τα όριά της, από δύο χρόνων και κάτω, σύμφωνα με τον καιρό που εξακρίβωσε από τους μάγους.
και ζήτησε απ’ αυτόν επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό, προκειμένου, αν βρει μερικούς από τούτο τον δρόμο, και άνδρες και γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Iερουσαλήμ.