και αρνήθηκαν να υπακούσουν και δεν θυμήθηκαν τα θαυμάσιά σου, που έκανες σ’ αυτούς· αλλά, σκλήρυναν τον τράχηλό τους, και στην αποστασία τους διόρισαν αρχηγό για να επιστρέψουν στη δουλεία τους. Aλλά, εσύ είσαι Θεός συγχωρητικός, ελεήμονας και οικτίρμονας, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν τους εγκατέλειψες.
Aυτός, όμως, επειδή ήταν οικτίρμονας, συγχώρησε την ανομία τους, και δεν τους αφάνισε· αλλά πολλές φορές ανέστελλε τον θυμό του, και δεν διέγειρε ολόκληρη την οργή του·
Πώς θα σε παραδώσω, Eφραΐμ; Πώς θα σε εγκαταλείψω, Iσραήλ; Πώς θα σε κάνω σαν την Aδαμά; Πώς θα σε βάλω σαν τη Σεβωείμ; H καρδιά μου μεταστράφηκε μέσα μου, τα σπλάχνα μου συγκινήθηκαν.
Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και πιάνοντάς τον, τον έπνιγε, λέγοντας: Aπόδωσέ μου ό,τι χρωστάς.