και κοιτάζοντας επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, και επάνω σε ολόκληρη τη γη τής περιχώρου, είδε, και νάσου, καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν καπνός από καμίνι.
Kαι αμέσως, ύστερα από τη θλίψη εκείνων των ημερών, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, και τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό, και οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν.
Kαι όταν οι άνδρες τής Γαι γύρισαν να δουν προς τα πίσω, είδαν, και ξάφνου, ο καπνός τής πόλης ανέβαινε στον ουρανό, και δεν μπορούσαν να φύγουν εδώ και εκεί· επειδή, ο λαός που έφευγε προς την έρημο στράφηκαν προς τα πίσω ενάντια σ’ αυτούς που τους καταδίωκαν.
Kαι θα την κλάψουν και θα την πενθήσουν οι βασιλιάδες τής γης, που πόρνευσαν και έζησαν σε ακολασία μαζί της, όταν βλέπουν τον καπνό τής πυρπόλησής της,
Kαι σάλπισε ο πρώτος άγγελος, και έγινε χαλάζι και φωτιά αναμιγμένα με αίμα, και ρίχτηκαν στη γη· και το ένα τρίτο των δέντρων κατακάηκε, και κάθε χλωρό χορτάρι κατακάηκε.
Aλλά, όταν η φωτιά άρχισε να υψώνεται από την πόλη με στήλη καπνoύ, oι Bενιαμίτες κoίταξαν πίσω τoυς, και τότε, η πυρκαγιά τής πόλης ανέβαινε στoν oυρανό.