Kαι ξάφνου, σαν μία θέα γιού ανθρώπου άγγιξε τα χείλη μου· τότε, άνοιξα το στόμα μου, και μίλησα, και είπα σ’ αυτόν που στεκόταν μπροστά μου: Kύριέ μου, εξαιτίας τής όρασης ανακατεύτηκαν μέσα μου τα εντόσθιά μου, και δεν έμεινε μέσα μου δύναμη.
και ενώ εγώ μιλούσα ακόμα στην προσευχή μου, ο άνδρας Γαβριήλ, που είχα δει στην όραση αρχικά, πετώντας γρήγορα, με άγγιξε την ώρα περίπου της εσπερινής θυσίας·
Kαι όταν τον είδα, έπεσα κοντά στα πόδια του σαν νεκρός· και έβαλε επάνω μου το δεξί του χέρι, λέγοντας: Mη φοβάσαι· εγώ είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος,