Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπόν τους εἰς τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθησαν πολύ.
Πράξεις Αποστόλων 7:32 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ. Τρομαγμένος ὁ Μωϋσῆς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ κυττάξῃ. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) «Eγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ». Kαι, τότε, ο Mωυσής, καθώς έγινε έντρομος, δεν τολμούσε να παρατηρήσει. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Eγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Aβραάμ κι ο Θεός του Iσαάκ κι ο Θεός του Iακώβ. Κι ο Μωυσής, κυριευμένος από τρόμο, δεν τολμούσε πια να κοιτάξει. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) «Egho ime o Theos ton pateron su, o Theos tu Avraàm, ke o Theos tu Isaac, ke o Theos tu Iacov.» Endromos dhe ghenòmenos o Moisis dhen etolma na paratirisi. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εγώ είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής τρόμαξε και δεν τολμούσε να κοιτάξει προς τα ’κει. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εγώ είμαι ο Θεός των προγόνων σου, ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής τρόμαξε και δεν τολμούσε να κοιτάξει προς τα ’κει. Textus Receptus (Scrivener 1894) εγω ο θεος των πατερων σου ο θεος αβρααμ και ο θεος ισαακ και ο θεος ιακωβ εντρομος δε γενομενος μωσης ουκ ετολμα κατανοησαι |
Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπόν τους εἰς τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθησαν πολύ.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ; Δὲν εἶναι ὁ Θεός, Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων».
Καὶ κανεὶς δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ τοῦ ἀποκριθῇ ἕνα λόγον, οὔτε ἐτόλμησε κανεὶς ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμέραν νὰ τὸν ἐρωτήσῃ πλέον.
Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε εἰς τὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε, «Φύγε ἀπ᾽ ἐδῶ, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός».
Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακὼβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, ἐδόξασε τὸν δοῦλόν του Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς παρεδώσατε καὶ τὸν ἀρνηθήκατε ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ὅταν αὐτὸς εἶχε ἀποφασίσει νὰ τὸν ἀπολύσῃ.
Ὅταν εἶδε ὁ Μωϋσῆς τὸ φαινόμενον ἐξεπλάγη· ἐνῷ δὲ ἐπλησίαζε διὰ νὰ ἰδῇ καλύτερα, ἦλθε εἰς αὐτὸν φωνὴ Κυρίου·
Ἐνῷ τώρα λαχταροῦν μιὰ καλύτερη πατρίδα, δηλαδὴ ἐπουράνιον. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν δὲν ἐντρέπεται ὁ Θεὸς νὰ ὀνομάζεται Θεός τους, διότι τοὺς ἔχει ἑτοιμάσει πόλιν.
Ὅταν τὸν εἶδα, ἔπεσα εἰς τὰ πόδια του σὰν νεκρός, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι ἐπάνω μου καὶ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος