Ἀφοῦ ἡ ἐκκλησία τοὺς κατευώδωσε, διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ τὴν Σαμάρειαν καὶ διηγοῦντο τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν· αὐτὸ ἐπροξενοῦσε μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
Πράξεις Αποστόλων 17:15 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Οἱ ὁδηγοὶ τοῦ Παύλου τὸν ἔφεραν μέχρις Ἀθηνῶν καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν ἐντολὴν διὰ τὸν Σίλαν καὶ τὸν Τιμόθεον νὰ ἔλθουν ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον, ἀνεχώρησαν. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Aθήνα· και παίρνοντας παραγγελία για τον Σίλα και τον Tιμόθεο, νάρθουν σ’ αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Στη συνέχεια, οι συνοδοί του Παύλου τον πήγαν ως την Αθήνα, κι αφού πήραν εντολή να πουν στον Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αναχώρησαν πίσω για τη Βέροια. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) I dhe sinodhevondes ton Pavlon, eferan afton eos Athinòn: ke afu elavon paranghelìan pros ton Silan ke Timotheon, na elthosi pros afton oson tachista, anechorisan. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Οι συνοδοί έφεραν τον Παύλο ως την Αθήνα. Από ’κει γύρισαν πίσω, με την εντολή να πουν στο Σίλα και στον Τιμόθεο να έρθουν να τον συναντήσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Textus Receptus (Scrivener 1894) οι δε καθιστωντες τον παυλον ηγαγον αυτον εως αθηνων και λαβοντες εντολην προς τον σιλαν και τιμοθεον ινα ως ταχιστα ελθωσιν προς αυτον εξηεσαν |
Ἀφοῦ ἡ ἐκκλησία τοὺς κατευώδωσε, διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ τὴν Σαμάρειαν καὶ διηγοῦντο τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν· αὐτὸ ἐπροξενοῦσε μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
Τότε οἱ ἀδελφοὶ ἔστειλαν ἀμέσως τὸν Παῦλον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς θαλάσσης, ἐνῷ ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέμειναν ἐκεῖ.
Ἐνῷ ὁ Παῦλος τοὺς ἐπερίμενε εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸ πνεῦμά του ἐξεγείρετο, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὴν πόλιν νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα.
Ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ξένοι ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ, δὲν εἶχαν διαθέσιμον χρόνον διὰ τίποτε ἄλλο παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον.
Τότε ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ εἶπε, «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βλέπω ὅτι εἶσθε ἀπὸ πάσης ἀπόψεως πολὺ θρῆσκοι.
Ὅταν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος κατέβηκαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν, ὁ Παῦλος ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸ κήρυγμα, διακηρύττων εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
Διὰ τοῦτο, ὅταν δὲν ἠμπορούσαμε νὰ ἀνθέξωμεν πλέον, ἀπεφασίσαμεν νὰ μείνωμεν μόνοι εἰς τὰς Ἀθήνας,
Ὅταν θὰ στείλω τὸν Ἀρτεμᾶν σ᾽ ἐσὲ ἢ τὸν Τυχικόν, φρόντισε νὰ ἔλθῃς σ᾽ ἐμὲ εἰς τὴν Νικόπολιν, διότι ἐκεῖ ἀπεφάσισα νὰ περάσω τὸν χειμῶνα.