Ἐνῷ δὲ ἐκαθότανε εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, τοῦ ἔστειλε ἡ σύζυγός του μήνυμα καὶ τοῦ ἔλεγε, «Μὴ κάνῃς τίποτε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀθῶον, διότι ὑπέφερα πολὺ σήμερα εἰς τὸ ὄνειρόν μου ἐξ αἰτίας του».
Κατά Ματθαίον 27:4 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν καὶ εἶπε, «Ἁμάρτησα, διότι παρέδωκα αἷμα ἀθῶον». Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Εἶναι δική σου δουλειά». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) λέγοντας: Aμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Kαι εκείνοι είπαν: Kαι σε μας, τι; Eσένα αφορά. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου λέγοντας: «Aμάρτησα έχοντας παραδώσει στον θάνατο αθώο άνθρωπο». Mα εκείνοι του είπαν: «Kαι τι μας νοιάζει εμάς; Δικό σου πρόβλημα!». Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) και τους είπε: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο». Εκείνοι όμως του αποκρίθηκαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) και τους είπε: «Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν αθώο». Εκείνοι όμως του αποκρίθηκαν: «Κι εμάς τι μας νοιάζει; Δικό σου είναι το κρίμα». Textus Receptus (Scrivener 1894) λεγων ημαρτον παραδους αιμα αθωον οι δε ειπον τι προς ημας συ οψει Textus Receptus (Elzevir 1624) λεγων ημαρτον παραδους αιμα αθωον οι δε ειπον τι προς ημας συ οψει |
Ἐνῷ δὲ ἐκαθότανε εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, τοῦ ἔστειλε ἡ σύζυγός του μήνυμα καὶ τοῦ ἔλεγε, «Μὴ κάνῃς τίποτε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀθῶον, διότι ὑπέφερα πολὺ σήμερα εἰς τὸ ὄνειρόν μου ἐξ αἰτίας του».
Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐφύλατταν μαζί του τὸν Ἰησοῦν, εἶδαν τὸν σεισμὸν καὶ ὅσα συνέβησαν, ἐφοβήθηκαν πολὺ καὶ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, αὐτὸς ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Διὰ τρίτην φορὰν τοὺς εἶπε, «Τί κακὸν ἔκανε; Δὲν εὑρῆκα εἰς αὐτὸν τίποτε ἄξιον θανάτου· ἀφοῦ λοιπὸν τὸν τιμωρήσω, θὰ τὸν ἀπολύσω».
Καὶ ἐμεῖς μὲν δικαίως, διότι ἀπολαμβάνομεν ἄξια ἐκείνων ποὺ ἐκάναμε, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔκανε κανένα κακόν».
Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος εἶδε τί ἔγινε, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε, «Πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο ἀθῶος».
Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐμεῖς ἔχομεν νόμον καὶ κατὰ τὸν νόμον μας ὀφείλει νὰ πεθάνῃ, διότι ἔκανε τὸν ἑαυτόν του Υἱὸν τοῦ Θεοῦ».
Γνωρίζομεν δὲ ὅτι ὅσα λέγει ὁ νόμος, τὰ λέγει εἰς ἐκείνους ποὺ εἶναι ὑπὸ τὸν νόμον, διὰ νὰ βουλωθῇ κάθε στόμα καὶ ὅλος ὁ κόσμος νὰ γίνῃ ὑπόδικος εἰς τὸν Θεόν,
διὰ τῆς ὑποκρίσεως ψευδολόγων ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν στιγματισμένην τὴν συνείδησίν τους·
Ὁμολογοῦν μὲ τὸ στόμα ὅτι γνωρίζουν τὸν Θεόν, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα τους τὸν ἀρνοῦνται, εἶναι ἄνθρωποι βδελυροί, ἀπειθεῖς καὶ ἀκατάλληλοι διὰ κάθε καλὸν ἔργον.
Τέτοιος ἀρχιερεὺς πραγματικὰ μᾶς ἔπρεπε, ἅγιος, ἄκακος, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὑψωμένος τώρα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς,
Ὄχι ὅπως ὁ Κάϊν ποὺ ἦτο ἀπὸ τὸν πονηρὸν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατί τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν πονηρά, τοῦ δὲ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια.
Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ χαροῦν διὰ τὸν θάνατόν τους καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ θὰ στείλουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον δῶρα, διότι οἱ δύο αὐτοὶ προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.