Ὅταν δὲ ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα.
Κατά Ματθαίον 25:24 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε, «Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες, Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι καθώς ήρθε κοντά και εκείνος που πήρε το ένα τάλαντο, είπε: Kύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζοντας όπου δεν έσπειρες, και μαζεύοντας απ’ όπου δεν διασκόρπισες· Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Ήρθε κατόπιν κι εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο και είπε: “Kύριε, διαπίστωσα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις από εκεί όπου δε σκόρπισες. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και του είπε: “κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και του είπε: “κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Textus Receptus (Scrivener 1894) προσελθων δε και ο το εν ταλαντον ειληφως ειπεν κυριε εγνων σε οτι σκληρος ει ανθρωπος θεριζων οπου ουκ εσπειρας και συναγων οθεν ου διεσκορπισας Textus Receptus (Elzevir 1624) προσελθων δε και ο το εν ταλαντον ειληφως ειπεν κυριε εγνων σε οτι σκληρος ει ανθρωπος θεριζων οπου ουκ εσπειρας και συναγων οθεν ου διεσκορπισας |
Ὅταν δὲ ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα.
καὶ ἔλεγαν, «Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ἐργάσθηκαν μίαν ὥραν καὶ τοὺς ἔκανες ἴσους μ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἐβαστάξαμε τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὴν ζέστη».
καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου».
Ὁ κύριός του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα.
«Δὲν θὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καθένας ποὺ μοῦ λέγει, «Κύριε, Κύριε,» ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου τοῦ ἐπουρανίου.
ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὸν πατέρα του, «Τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα ἐντολήν σου, σ᾽ ἐμὲ ὅμως ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου.
Ἀφοῦ ἐκάλεσε δέκα δούλους του, τοὺς ἔδωκε δέκα ἑκατοντάδραχμα καὶ τοὺς εἶπε, «Ἐμπορευθῆτε μὲ αὐτὰ ἕως ὅτου ἐπιστρέψω».
Διότι τὸ σαρκικὸν φρόνημα εἶναι ἐχθρικὸν πρὸς τὸν Θεόν, καθ᾽ ὅσον δὲν ὑποτάσσεται εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποταχθῇ.
Ἀλλὰ ποιός εἶσαι σύ, ὦ ἄνθρωπε, ποὺ ἀντιλέγεις εἰς τὸν Θεόν; Μήπως θὰ πῇ τὸ πλάσμα εἰς τὸν πλάστην, «Γιατί μὲ ἔπλασες ἔτσι;».