Λέγει, «Ναί». Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐπρόλαβε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε, «Τί φρονεῖς, Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ ποιούς παίρνουν δασμοὺς ἢ φόρον; Ἀπὸ τὰ παιδιά τους ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους;».
Κατά Ματθαίον 21:28 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν «Ἀλλὰ τί νομίζετε περὶ τούτου; Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ πρῶτον καὶ εἶπε, «Παιδί μου, πήγαινε σήμερα νὰ ἐργασθῇς εἰς τὸ ἀμπέλι». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Aλλά, τι γνώμη έχετε; Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους· και καθώς ήρθε στον πρώτο, είπε: Παιδί μου, πήγαινε σήμερα να δουλέψεις στον αμπελώνα μου. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου «Aλλά για πέστε μου τη γνώμη σας. Ένας άνθρωπος είχε δυο παιδιά. Πήγε λοιπόν στον πρώτο και του είπε: “Παιδί μου, πήγαινε σήμερα να δουλέψεις στο αμπέλι μου”. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) «Τι γνώμη έχετε τώρα γι’ αυτό που θα σας πω: Κάποιος είχε δύο παιδιά. Πάει λοιπόν στον πρώτο και του λέει: “παιδί μου, πήγαινε σήμερα κι εργάσου στο αμπέλι”. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) «Τι γνώμη έχετε τώρα γι’ αυτό που θα σας πω: Κάποιος είχε δύο παιδιά. Πάει λοιπόν στον πρώτο και του λέει: “παιδί μου, πήγαινε σήμερα κι εργάσου στο αμπέλι”. Textus Receptus (Scrivener 1894) τι δε υμιν δοκει ανθρωπος ειχεν τεκνα δυο και προσελθων τω πρωτω ειπεν τεκνον υπαγε σημερον εργαζου εν τω αμπελωνι μου Textus Receptus (Elzevir 1624) τι δε υμιν δοκει ανθρωπος ειχεν τεκνα δυο και προσελθων τω πρωτω ειπεν τεκνον υπαγε σημερον εργαζου εν τω αμπελωνι μου |
Λέγει, «Ναί». Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐπρόλαβε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε, «Τί φρονεῖς, Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ ποιούς παίρνουν δασμοὺς ἢ φόρον; Ἀπὸ τὰ παιδιά τους ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους;».
«Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἄνθρωπον οἰκοδεσπότην, ὁ ὁποῖος μόλις ἐξημέρωσε, ἐπῆγε νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του.
Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
«Ἄλλην παραβολὴν ἀκοῦστε: Ὑπῆρχε κάποτε ἕνας οἰκοδεσπότης, ὁ ὁποῖος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, ἔβαλε γύρω του ἕνα φράχτη, ἔσκαψε εἰς αὐτὸ ἕνα πατητῆρι καὶ ἔκτισε ἕνα πύργον. Ὕστερα τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν.
Ὅπως ἂν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε εἰς τὴν ξενιτιὰ καὶ ἄφησε τὸ σπίτι του καὶ ἔδωκε εἰς τοὺς δούλους του τὴν ἐπιτήρησιν, εἰς τὸν καθένα τὸ ἔργον του, καὶ τὸν θυρωρὸν διέταξε νὰ ἀγρυπνῇ.
Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα ὀκτὼ ποὺ ἔπεσε ἐπάνω τους ὁ πύργος τοῦ Σιλωὰμ καὶ τοὺς ἐσκότωσε, νομίζετε ὅτι ἦσαν περισσότερον ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ;
Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, γίνεσθε σταθεροί, ἀμετακίνητοι, ἐργαζόμενοι ὅλο καὶ περισσότερον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου πάντοτε, ἀφοῦ ξέρετε ὅτι ὁ κόπος σας ἐν Κυρίῳ δὲν εἶναι μάταιος.