Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου ὅσα χρωστᾶς».
Κατά Μάρκον 14:5 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Διότι θὰ μποροῦσε αὐτὸ τὸ μῦρον νὰ πωληθῇ περισσότερον ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς». Καὶ τὴν ἐπέπλητταν. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Eπειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Γιατί μπορούσε το μύρο αυτό να πουληθεί πάνω από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν στους φτωχούς». Kαι της εκδήλωναν έντονα την αγανάκτησή τους. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Κι επιτιμούσαν τη γυναίκα αυστηρά. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Κι επιτιμούσαν τη γυναίκα αυστηρά. Textus Receptus (Scrivener 1894) ηδυνατο γαρ τουτο πραθηναι επανω τριακοσιων δηναριων και δοθηναι τοις πτωχοις και ενεβριμωντο αυτη Textus Receptus (Elzevir 1624) ηδυνατο γαρ τουτο πραθηναι επανω τριακοσιων δηναριων και δοθηναι τοις πτωχοις και ενεβριμωντο αυτη |
Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου ὅσα χρωστᾶς».
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρόντας ἀγανάκτησαν μέσα τους καὶ ἔλεγαν, «Γιατί ἔγινε ἡ σπατάλη αὐτὴ τοῦ μύρου;
Καὶ παρεπονοῦντο οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς δέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ τρώγει μαζί τους.
μερικοὶ ἐνόμιζαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ἰούδας εἶχε τὸ ταμεῖον, τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἀγόρασε ἐκεῖνα ποὺ ἔχομεν ἀνάγκην διὰ τὴν ἑορτήν», ἢ νὰ δώσῃ κάτι εἰς τοὺς πτωχούς.
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν ἀρκοῦν εἰς αὐτοὺς γιὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ λίγο ὁ καθένας».
Οὔτε νὰ γογγύζετε, καθὼς μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐγόγγυσαν καὶ ἐθανατώθηκαν ἀπὸ τὸν ἐξολοθρευτήν.
Ὁ κλέφτης νὰ μὴ κλέβῃ πλέον, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κοπιάζῃ ἐργαζόμενος μὲ τὰ χέρια του τὸ καλόν, διὰ νὰ ἔχῃ νὰ δώσῃ κάτι εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκην.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ γογγύζουν, εἶναι μεμψίμοιροι, βαδίζουν κατὰ τὰς ἐπιθυμίας των καὶ τὸ στόμα των μιλεῖ ὑπερήφανα, κολακεύουν πρόσωπα διὰ νὰ ὠφεληθοῦν.