Κατά Λουκάν 9:20 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν «Καὶ σεῖς», τοὺς εἶπε, «ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;». Ὁ Πέτρος ἔλαβε τὸν λόγον καὶ εἶπε, «Ὁ Χριστὸς τοῦ Θεοῦ». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι τους είπε: Eσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; Kαι απαντώντας ο Πέτρος είπε: Για τον Xριστό τού Θεού. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Tότε τους ρώτησε: «Aλλά εσείς; Ποιος λέτε πως είμαι;». Aποκρίθηκε ο Πέτρος και είπε: «O Xριστός του Θεού». Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ipe dhe pros aftus, Sis dhe tìna me leghete oti ime? Ke apocrithìs o Petros ipe, Ton Christòn tu Theu. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνος τότε τους είπε: «Κι εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος απάντησε: «Είσαι ο Μεσσίας που έστειλε ο Θεός». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνος τότε τους είπε: «Κι εσείς, ποιος λέτε ότι είμαι;» Ο Πέτρος απάντησε: «Είσαι ο Μεσσίας που έστειλε ο Θεός». Textus Receptus (Scrivener 1894) ειπεν δε αυτοις υμεις δε τινα με λεγετε ειναι αποκριθεις δε ο πετρος ειπεν τον χριστον του θεου |
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐσιωποῦσε. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ εἶπε, «Σὲ ἐξορκίζω εἰς τὸν ζωντανὸν Θεὸν νὰ μᾶς πῇς, ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Καὶ ἐὰν χαιρετᾶτε μόνον τοὺς ἀδελφούς σας, τί περισσότερον κάνετε; Δὲν κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ τελῶναι;
Αὐτὸς ἐσιωποῦσε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ;».
Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρώτησε, «Σεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;». Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός».
«Πές μας, ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός;». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν σᾶς πῶ, δὲν θὰ μὲ πιστέψετε·
Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὅτι ἀναστήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προφήτας».
Αὐτὸς βρίσκει πρῶτα τὸν ἀδελφόν του Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει, «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει Χριστός).
Ὁ Ναθαναὴλ τοῦ λέγει, «Ραββί, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Λέγει εἰς αὐτόν, «Ναί, Κύριε, ἐγὼ ἔχω πιστέψει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον».
Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἔχουν γραφῆ γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύοντες νὰ ἔχετε ζωὴν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν;
καὶ τὰς ἑρμήνευε ἐξηγῶν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. «Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε, ποὺ ἐγὼ σᾶς κηρύττω, εἶναι ὁ Μεσσίας».
Καθὼς δὲ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασαν εἰς ἕνα μέρος ποὺ εἶχε νερὸ καὶ λέγει ὁ εὐνοῦχος, «Νά, νερό, τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ;».
Ἀλλ᾽ ὁ Σαῦλος ἐγίνετο ἀκόμη δυνατότερος καὶ ἔφερνε εἰς σύγχυσιν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Δαμασκόν, μὲ τὰς ἀποδείξεις του ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
Ὅποιος πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾶ καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ αὐτόν.