Ὅταν εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος. Καὶ ὅταν ἐκάθησε, ἦλθαν κοντά του οἱ μαθηταί του.
Κατά Λουκάν 6:12 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἐβγῆκε εἰς τὸ βουνὸ διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ διενυκτέρευε προσευχόμενος εἰς τὸν Θεόν. Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) KAI κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε στο βουνό για να προσευχηθεί· και διανυχτέρευε στην προσευχή τού Θεού. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Eκείνες τις μέρες, λοιπόν, αποσύρθηκε ο Iησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Kι εκεί προσευχόταν στον Θεό μένοντας άγρυπνος όλη τη νύχτα. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) En ekines dhe tes imeres exilthen is to oros na prosefchithì: ke dhienictereven en ti prosefchì tu Theu. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνες τις ημέρες ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Εκείνες τις ημέρες ανέβηκε ο Ιησούς στο βουνό για να προσευχηθεί. Όλη τη νύχτα προσευχόταν στο Θεό. Textus Receptus (Scrivener 1894) εγενετο δε εν ταις ημεραις ταυταις εξηλθεν εις το ορος προσευξασθαι και ην διανυκτερευων εν τη προσευχη του θεου |
Ὅταν εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος. Καὶ ὅταν ἐκάθησε, ἦλθαν κοντά του οἱ μαθηταί του.
Ἀλλὰ σύ, ὅταν προσεύχεσαι, πήγαινε εἰς τὸ πιὸ ἀπόμερον δωμάτιόν σου, κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ προσευχήσου εἰς τὸν Πατέρα σου, ὁ ὁποῖος εἶναι παρὼν ἐκεῖ εἰς τὸ κρυφὸ μέρος, καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τί γίνεται εἰς τὰ κρυφά, θὰ σὲ ἀνταμοίψῃ εἰς τὰ φανερά.
Τὸ πρωΐ, ἐνῷ ἦτο ἀκόμη νύχτα, ἐσηκώθηκε, ἐβγῆκε ἔξω καὶ ἐπῆγε εἰς ἕνα ἀπόμερον τόπον καὶ ἐκεῖ προσευχότανε.
Καὶ ἀνεβαίνει σ᾽ ἕνα βουνὸ καὶ προσκαλεῖ ἐκείνους, ποὺ αὐτὸς ἤθελε, καὶ ἐπῆγαν εἰς αὐτόν.
Αὐτοὶ δὲ ἔγιναν ἔξω φρενῶν καὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους τί νὰ κάνουν εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Καὶ κατέβηκε μαζί τους καὶ ἐστάθηκε εἰς ἕνα τόπον πεδινὸν ὅπου ἦσαν πολλοὶ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος ἀπὸ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν παραλίαν τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες τους
Ὅταν κάποτε προσευχότανε ἰδιαιτέρως, ἦσαν μαζί του οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς ἐρώτησε, «Ποιός λέγει ὁ κόσμος ὅτι εἶμαι;».
Ὀκτὼ περίπου ἡμέρες ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἐπῆρε τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος διὰ νὰ προσευχηθῇ.
Καὶ ἐνῷ προσευχότανε, ἄλλαξε ἡ ὄψις τοῦ προσώπου του καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ καὶ ἀστραφτερά.
Εἰς τὴν προσευχὴν νὰ ἐπιμένετε σταθερά, καὶ νὰ γρηγορῆτε εἰς αὐτὴν μὲ εὐχαριστίαν,
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐπιγείου του ζωῆς, ἔκανε προσευχὰς καὶ παρακλήσεις μὲ κραυγὴν δυνατὴν καὶ μὲ δάκρυα πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἠμποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον καί, ἀφοῦ εἰσακούσθηκε λόγῳ τῆς εὐλαβείας του,