Κατά Λουκάν 5:5 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Καὶ ὁ Σίμων ἀπεκρίθη, «Διδάσκαλε, ὅλην τὴν νύχτα ἐκοπιάσαμε χωρὶς νὰ πιάσωμε τίποτε. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ σὺ τὸ λές, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας, του είπε: Kύριε,4 ολόκληρη τη νύχτα, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε· αλλ’ όμως, στηριζόμενος στον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ. Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Aποκρίθηκε τότε ο Σίμωνας και του είπε: «Δάσκαλε, παρόλο που κοπιάσαμε όλη τη νύχτα χωρίς να πιάσουμε τίποτε, όμως επειδή εσύ το λες, θα ρίξω το δίχτυ μου». Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ke apocrithis o Simon ipe pros afton, Dhidhascale, dhi’ olis tis nictos copiasandes dhen epiasamen udhen: all’ omos epi to logho su thelo ripsi to dhiction. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Ο Σίμων του αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα παιδευόμασταν και δεν πιάσαμε τίποτε· επειδή όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ». Textus Receptus (Scrivener 1894) και αποκριθεις ο σιμων ειπεν αυτω επιστατα δι ολης της νυκτος κοπιασαντες ουδεν ελαβομεν επι δε τω ρηματι σου χαλασω το δικτυον |
Τότε ἦλθαν καὶ τὸν ἐξύπνησαν καὶ τοῦ ἐφώναζαν, «Διδάσκαλε, διδάσκαλε, χανόμαστε». Ὅταν αὐτὸς ἐξύπνησε, ἐπέπληξε τὸν ἄνεμον καὶ τὰ κύματα καὶ ἔπαυσαν καὶ ἔγινε γαλήνη.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ποιός μὲ ἄγγιξε;». Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, «Ποιός μὲ ἄγγιξε;».
Καὶ καθὼς αὐτοὶ ἀπεχωρίζοντο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, «Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μείνωμεν ἐδῶ· ἂς κάνωμεν τρεῖς σκηνές, μίαν γιὰ σένα μίαν διὰ τὸν Μωϋσῆν καὶ μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν», χωρὶς νὰ ξέρῃ τί λέγει.
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης, «Διδάσκαλε, εἴδαμε κάποιον, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ὄνομά σου βγάζει δαιμόνια καὶ τὸν ἐμποδίσαμε, διὸτι δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ».
Ὁ Σίμων τοὺς λέγει, «Πηγαίνω νὰ ψαρέψω». «Ἐρχόμεθα καὶ ἐμεῖς μαζί σου», τοῦ λέγουν οἱ ἄλλοι. Ἐξεκίνησαν λοιπὸν καὶ ἐμπῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ ἐκείνην τὴν νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.