Ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ μέχρι σήμερον ἐκβιάζουν τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν.
Κατά Λουκάν 5:1 - Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ἐνῷ ὁ κόσμος ἤτανε πεσμένος ἐπάνω του διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἐστεκότανε κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς Γεννησαρέτ, Περισσότερες εκδόσειςH Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι ενώ το πλήθος τον συνέθλιβε για να ακούει τον λόγο τού Θεού, αυτός στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ· Νεοελληνική Μετάφραση Λόγου Kάποτε, λοιπόν, καθώς αυτός στεκόταν δίπλα στη λίμνη της Γεννησαρέτ κι ο κόσμος συνωστιζόταν γύρω του για να ακούει το λόγο του Θεού, Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Eno o ochlos sinethliven afton dhia na acui ton loghon tu Theu, aftos istato plision tis limnis Ghennisaret: Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Καθώς τα πλήθη συνωστίζονταν κάποτε γύρω του για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού κι εκείνος στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, Textus Receptus (Scrivener 1894) εγενετο δε εν τω τον οχλον επικεισθαι αυτω του ακουειν τον λογον του θεου και αυτος ην εστως παρα την λιμνην γεννησαρετ |
Ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ μέχρι σήμερον ἐκβιάζουν τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν.
Καὶ παρήγγειλε εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ παραμένῃ ἕνα πλοιάριον εἰς τὴν διάθεσίν του, διὰ νὰ μὴ τὸν συνθλίβῃ ὁ κόσμος,
Πάλιν ἄρχισε νὰ διδάσκῃ κοντὰ εἰς τὴν λίμνην. Καὶ μαζεύεται πλησίον του κόσμος πολύς, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ μπῇ σὲ πλοιάριον καὶ νὰ παραμείνῃ εἰς τὴν λίμνην, ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος εὑρίσκετο εἰς τὴν ξηρὰν κοντὰ εἰς τὴν λίμνην.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἐμαζεύθηκαν μυριάδες λαοῦ, ὥστε ὁ ἕνας νὰ καταπατῇ τὸν ἄλλον, ἄρχισε νὰ λέγῃ πρῶτα εἰς τοὺς μαθητάς του, «Προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων, τὸ ὁποῖον εἶναι ὑποκρισία.
εἶδε δὺο πλοιάρια κοντὰ εἰς τὴν λίμνην, ἀλλ᾽ οἱ ψαράδες εἶχαν βγῆ καὶ ἔπλεναν τὰ δίχτυα.
Μίαν ἡμέραν ἐμπῆκε εἰς ἕνα πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε, «Ἂς περάσωμεν εἰς τὴν ἀντίπεραν ὄχθην τῆς λίμνης», καὶ ἔπλευσαν εἰς τὰ ἀνοικτά.
Ἐνῷ δὲ ἔπλεαν, αὐτὸς ἐκοιμήθηκε. Καὶ ἐνέσκηψε ἀνεμοθύελλα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ νερὰ καὶ ἐκινδύνευαν.
Ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμπῆκαν εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησε ἡ ἀγέλη πρὸς τὸν κρημνὸν καὶ ἔπεσε εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγηκε.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ποιός μὲ ἄγγιξε;». Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, «Ποιός μὲ ἄγγιξε;».
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ ἄκουσαν τί εἶπε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
Νὰ θυμᾶσθε τοὺς προϊσταμένους σας, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἐκήρυξαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἐξετάζετε τὴν ἔκβασιν τῆς ζωῆς των καὶ μιμεῖσθε τὴν πίστιν των.