και θα ’ρθει η φτώχεια ξαφνικά σαν το ληστή κι η δυστυχία σαν άντρας όπλισμένος.
έπειτα, η φτώχεια σoυ έρχεται σαν ταχυδρόμoς, και η γύμνια σoυ σαν oπλισμένoς άνδρας.
Το χέρι το τεμπέλικο φέρνει φτώχεια, ενώ το χέρι του φιλόπονου πλουτίζει.
Ό,τι και αν επιθυμεί ο οκνός, δεν μπορεί και να το ’χει· ενώ εκπληρώνονται οι πόθοι εκείνων που μοχθούν.
Η τεμπελιά ρίχνει σε λήθαργο βαθύ κι ο άνθρωπος ο νωχελικός θα δοκιμάσει πείνα.
Τον ύπνο μην τον αγαπάς αν θες να μη φτωχύνεις· κράτα ανοιχτά τα μάτια σου και θα χορτάσεις το ψωμί.
Ο οκνός δεν οργώνει το φθινόπωρο, μα στη συγκομιδή καρπό δε θα ’βρει να θερίσει.
γιατί ο μέθυσος κι ο λαίμαργος φτωχαίνουν, και ντύνει με κουρέλια τον υπναρά η νωθρότητα.
Λίγος ύπνος, λίγη νύστα, λίγο τα χέρια να σταυρώσεις για ν’ αναπαυτείς,
και θα ’ρθει η φτώχεια ξαφνικά σαν το ληστή, κι η στέρηση σαν άντρας οπλισμένος.
Βέβαια, είναι ανόητος αυτός που σταυρώνει τα χέρια του και πεθαίνει της πείνας.