Θλιμμένος περπατώ χωρίς χαράς αχτίδα· μες στου λαού σηκώνομαι τη σύναξη βοήθεια να ζητήσω με κραυγές.
Περπάτησα μελαψός, όχι από ήλιo· σηκώθηκα, βόησα μέσα σε σύναξη.
«Βοήθεια», φωνάζω, μα κανείς δε μου αποκρίνεται· ζητάω το δίκιο μου, κανείς δικαιοσύνη ν’ αποδώσει.
Έγινε θρήνος το τραγούδι της κιθάρας μου, και του αυλού μου ο ήχος κλάμα γοερό.