Εγώ, από την ημέρα που έβγαλα τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο μέχρι σήμερα, δεν κατοίκησα ποτέ σε ναό· τους ακολουθούσα μένοντας σε σκηνή. Και σε κανέναν από τους αρχηγούς που τους ανέθεσα να οδηγούν τον λαό μου, τον Ισραήλ, δεν παραπονέθηκα ποτέ ότι δε μου έφτιαξαν κατοικητήριο από κέδρους”.
Οι σαλπιγκτές και οι ψάλτες έψαλλαν σαν ένας άνθρωπος· υμνούσαν και δοξολογούσαν δυνατά με μία φωνή τον Κύριο με συνοδεία σαλπίγγων, κυμβάλων και άλλων μουσικών οργάνων: «Ο Κύριος είναι καλός κι αιώνια διαρκεί η αγάπη του!» έλεγαν. Τότε μια νεφέλη γέμισε το ναό του Κυρίου,
Την ώρα που αλλάζει η πρωινή βάρδια των φρουρών, ο Κύριος μέσ’ από τη στήλη της φωτιάς και το σύννεφο έριξε τη ματιά του στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων και τους έφερε πανικό.
Ο ύψιστος, ο υπέρτατος, αυτός που υπάρχει αιώνια και που Άγιος είναι τ’ όνομά του, λέει: «Σε τόπο κατοικώ υψηλό και άγιο, μα βρίσκομαι μαζί και με τους συντριμμένους και με τους ταπεινούς, ζωή να ξαναδώσω στων ταπεινών το πνεύμα, ζωή να ξαναδώσω στων συντριμμένων την καρδιά.
Όταν ο Μωυσής μπήκε στη σκηνή του Μαρτυρίου για να μιλήσει με τον Κύριο, άκουσε τη φωνή που του μιλούσε από το ύψος του ιλαστηρίου, που ήταν πάνω στην κιβωτό της διαθήκης, ανάμεσα στα δύο χερουβίμ.
Είναι οι απόγονοι του Ισραήλ, που ο Θεός τούς έκανε παιδιά του, τους φανέρωσε τη δόξα του, ανανέωσε επανειλημμένα τη διαθήκη του μ’ αυτούς, τους έδωσε το νόμο, τη λατρεία και τις υποσχέσεις του.
Άκουσα και μια δυνατή φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: «Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους, κι αυτοί θ’ αποτελούν το λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους.