Ο Κύριος τους είπε: «Αν υπακούτε σ’ εμένα, τον Κύριο, το Θεό σας, και κάνετε ό,τι εγώ θεωρώ σωστό, αν υπακούτε στις εντολές μου και εφαρμόζετε όλους τους νόμους μου, δε θα σας στείλω κανένα από τα πλήγματα εκείνα που έστειλα στους Αιγύπτιους. Εγώ είμαι ο Κύριος, αυτός που σας γιατρεύει».
Πήραν, λοιπόν, καπνιά από το φούρνο, στάθηκαν μπροστά στο Φαραώ κι ο Μωυσής τη σκόρπισε στον αέρα και προξενήθηκαν εξανθήματα και πληγές στους ανθρώπους και στα ζώα.
»Σας έστειλα πανούκλα, όπως εκείνην που έστειλα στην Αίγυπτο, έκανα θάνατο να βρουν τα παλικάρια σας στη μάχη κι άφησα τ’ άλογά σας να αιχμαλωτιστούν· έκανα των πτωμάτων η αποφορά να σας γεμίσει τα ρουθούνια στα στρατόπεδά σας. Κι όμως εσείς σ’ εμένα δε γυρίσατε.
Ο Κύριος θα σε χτυπήσει με κακές πληγές στα γόνατα και στους μηρούς, που απ’ αυτές να γιατρευτείς δε θα μπορείς –από των ποδιών σου τις πατούσες ίσαμε της κεφαλής σου την κορφή.
Ο Κύριος θα διώξει μακριά σας όλες τις αρρώστιες και δεν θα φέρει εναντίον σας καμία από κείνες τις πληγές των Αιγυπτίων, που τις έχετε γνωρίσει· θα τις στείλει σε όλους εκείνους που σας μισούν.
Ο Κύριος όμως έκανε τους κατοίκους της Ασδώδ να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Χτύπησε τους ίδιους και τους κατοίκους των γύρω περιοχών με πρηξίματα.
Αλλά όταν τη μετέφεραν εκεί, ο Κύριος έκανε τους κατοίκους της πόλης να νιώσουν βαριά τη δύναμή του πάνω τους. Τους χτύπησε όλους με πρηξίματα, μικρούς και μεγάλους, και πανικοβλήθηκαν τρομερά.