Διαδικτυακή Βίβλος

Διαφημίσεις


Ολόκληρη η Βίβλος Παλαιά Διαθήκη Καινή Διαθήκη




Γένεσις 32:5 - Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα.

Δείτε το κεφάλαιο

H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos)

και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα, και δούλους, και δούλες· και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου.

Δείτε το κεφάλαιο

Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)

και τους διέταξε να του πουν εκ μέρους του: «Κύριέ μου Ησαύ, εγώ ο Ιακώβ ο δούλος σου έμεινα κοντά στο Λάβαν μέχρι σήμερα.

Δείτε το κεφάλαιο



Γένεσις 32:5
13 Σταυροειδείς Αναφορές  

Έτσι ο άνθρωπος αυτός έγινε πάμπλουτος· απέκτησε πάρα πολλά κοπάδια, δούλες και δούλους, καμήλες και γαϊδούρια.


Όλη η περιουσία που ο Θεός αφαίρεσε απ’ τον πατέρα μας ανήκει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Τώρα λοιπόν κάνε ό,τι σου είπε ο Θεός».


Τότε, είπε ο Κύριος στον Ιακώβ: «Γύρνα στη χώρα των προγόνων σου, εκεί όπου γεννήθηκες, κι εγώ θα είμαι μαζί σου».


Δέξου λοιπόν τα δώρα που σου έφερα, γιατί ο Θεός με βοήθησε και έχω απ’ όλα». Και επέμενε τόσο, ώστε ο Ησαύ τα δέχτηκε.


Ο Ησαύ είπε: «Να σου αφήσω ένα τμήμα από τους άντρες που είναι μαζί μου». Αλλά ο Ιακώβ απάντησε: «Τι χρειάζεται; Φτάνει μόνο που κέρδισα την εύνοια του κυρίου μου».


Ο Ησαύ ρώτησε τον αδερφό του: «Τι σκόπευες να κάνεις με όλο εκείνο το πλήθος που συνάντησα;» Ο Ιακώβ απάντησε: «Ήθελα να κερδίσω την εύνοιά σου, κύριέ μου».


Εκείνοι του έλεγαν: «Μας έσωσες τη ζωή! Ας έχουμε την εύνοια του κυρίου μας και θα γίνουμε δούλοι του Φαραώ».


Τότε ο βασιλιάς τού αποκρίθηκε: «Όλα όσα ανήκουν στο Μεμφιβοσθέ είναι τώρα δικά σου». Κι ο Σιβά φώναξε: «Προσκυνώ· μακάρι να έχω πάντα την εύνοιά σου, κύριέ μου, βασιλιά!»


Μήπως σας είπα κάτι να μου δώσετε ή να δωροδοκήσετε για χάρη μου κανέναν


Αν όμως ο δούλος εκείνος σκεφτεί μέσα του: “θ’ αργήσει να επιστρέψει ο κύριός μου”, κι αρχίσει να δέρνει τους άλλους υπηρέτες και τις υπηρέτριες, να τρώει και να πίνει και να μεθάει,


Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν: «Άφησέ με να πάω σ’ ένα χωράφι να μαζέψω τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές. Κάποιον θα βρω που θα μ’ αφήσει να το κάνω». Η Νωεμίν της είπε: «Πήγαινε, κόρη μου».


Κι εκείνη απάντησε: «Ας έχω η δούλη σου την εύνοιά σου». Τότε η Άννα πήγε κι έφαγε και το πρόσωπό της δεν ήταν πια μελαγχολικό.