Από τη λάμψη, που μπροστά του προχωρούσε πετιούνταν πυρωμένα κάρβουνα.
Kάρβoυνα φωτιάς άναψαν, από τη λάμψη πoυ είναι μπρoστά τoυ.
Από τον ουρανό βρόντηξε ο Κύριος και τη φωνή του ο Ύψιστος άφησε ν’ ακουστεί.
Βγήκε καπνός απ’ τους μυκτήρες του κι από το στόμα του μια καταλυτική φωτιά έβγαινε, ανάμικτη με κάρβουνα αναμμένα.