»Μην το αναγγείλετε στη Γαθ, και μην το διαλαλήσετε στους δρόμους της Ασκάλωνας, των Φιλισταίων για να μη χαρούν οι κόρες, απ’ τη χαρά τους να μην αλαλάξουν των απερίτμητων οι θυγατέρες!
Α' Χρονικών 10:9 - Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Τότε έκοψαν το κεφάλι του Σαούλ, του έβγαλαν την πανοπλία κι έστειλαν σ’ όλη τη χώρα των Φιλισταίων αγγελιοφόρους, να φέρουν την ευχάριστη είδηση στους ναούς των ειδώλων τους και στο λαό. H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι τoν ξέντυσαν, και πήραν τo κεφάλι τoυ, και τα όπλα τoυ, και τα έστειλαν στη γη των Φιλισταίων, oλόγυρα, για να διαδώσoυν την αγγελία στα είδωλά τoυς, και στoν λαό. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Τότε έκοψαν το κεφάλι του Σαούλ, του έβγαλαν την πανοπλία κι έστειλαν σ’ όλη τη χώρα των Φιλισταίων αγγελιοφόρους, να φέρουν την ευχάριστη είδηση στους ναούς των ειδώλων τους και στο λαό. |
»Μην το αναγγείλετε στη Γαθ, και μην το διαλαλήσετε στους δρόμους της Ασκάλωνας, των Φιλισταίων για να μη χαρούν οι κόρες, απ’ τη χαρά τους να μην αλαλάξουν των απερίτμητων οι θυγατέρες!
Τοποθέτησαν τον οπλισμό του στο ναό των θεών τους, και το κεφάλι του το κάρφωσαν στο ναό του Δαγών.
Τότε είπε στον οπλοφόρο του: «Τράβα το ξίφος σου και διαπέρασέ με, για να μην έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι και με διαπεράσουν και με χλευάσουν». Ο οπλοφόρος του όμως δεν ήθελε να το κάνει γιατί φοβόταν. Έτσι ο Σαούλ πήρε το ξίφος του κι έπεσε μόνος του πάνω σ’ αυτό.
Την άλλη μέρα όταν πήγαν οι Φιλισταίοι να λεηλατήσουν τους νεκρούς, βρήκαν το Σαούλ και τους τρεις γιους του πεσμένους στο όρος Γελβουέ.
Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου. Ύμνησες τους θεούς που είναι κατασκευασμένοι από ασήμι και χρυσάφι, από χαλκό, σίδερο, ξύλα και πέτρες, θεούς που δε βλέπουν, δεν ακούν και δεν καταλαβαίνουν. Το Θεό όμως, που στα χέρια του βρίσκεται η πνοή σου και το μέλλον σου, δεν τον δοξολόγησες.
έφεραν το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι αυτή το πήγε στη μάνα της.