και τoυ έδωσαν ένα κoμμάτι πίτα από σύκα, και δύο τσαμπιά σταφίδες· και έφαγε, και επανήλθε σ’ αυτόν τo πνεύμα τoυ· επειδή, δεν είχε φάει ψωμί oύτε είχε πιει νερό, τρεις ημέρες και τρεις νύχτες.
«Πήγαινε συγκέντρωσε όλους τους Ιουδαίους των Σούσων και ας νηστέψουν τρεις μέρες για μένα, χωρίς να φάνε και να πιουν μέρα νύχτα. Τα ίδια θα κάνω κι εγώ και οι δούλες μου. Μετά απ’ αυτό, αντίθετα απ’ το νόμο, θα παρουσιαστώ στο βασιλιά. Κι αν είναι να πεθάνω ας πεθάνω».
Αναστενάζουν όλοι της οι κάτοικοι, ψωμί ζητούν· δίνουνε τα στολίδια τους, για να ’βρουν τροφή, έτσι που στη ζωή να κρατηθούνε. Η πόλη φωνάζει: «Κύριε, κοίταξε, δες πόσο είμαι καταφρονεμένη!»
Τότε ο Θεός έσχισε το κοίλωμα του βράχου που βρίσκεται στη Λεχί, και βγήκε από ’κει νερό· ήπιε ο Σαμψών κι αναζωογονήθηκε και έζησε. Γι’ αυτό ονόμασε την πηγή εκείνη Αιν-Ακκορέ (Πηγή Επικαλουμένου)· κι αυτή σώζεται μέχρι σήμερα στη Λεχί.
Ο Ιωνάθαν όμως δεν ήξερε ότι ο πατέρας του είχε δεσμεύσει με τον όρκο το στρατό. Έτσι άπλωσε την άκρη του ραβδιού του, τη βούτηξε σε μια κερήθρα μέλι, έφαγε και τονώθηκε.
Ο Δαβίδ τον ρώτησε: «Σε ποιον ανήκεις και από πού είσαι;» Εκείνος απάντησε: «Είμαι Αιγύπτιος, δούλος κάποιου Αμαληκίτη· ο κύριός μου μ’ εγκατέλειψε, γιατί αρρώστησα πριν από τρεις μέρες.