Εκεί στα Γάλγαλα ζούσε ένας Βενιαμινίτης, κακοήθης άνθρωπος, που ονομαζόταν Σεβά, γιος του Βιχρί. Αυτός σάλπισε με τη σάλπιγγα και είπε: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ, ούτε κοινή κληρονομιά με το γιο του Ιεσσαί. Γυρίστε καθένας σπίτι του, Ισραηλίτες».
Επίσης νίκησε τους Μωαβίτες. Ανάγκασε τους αιχμαλώτους να πέσουν καταγής και τους μέτρησε με σχοινί· μετρούσε δύο φορές για κείνους που θα σκότωνε και μία για κείνους που θα άφηνε στη ζωή. Κι έγιναν οι Μωαβίτες φόρου υποτελείς στο Δαβίδ.
Ο Σολομών κυριαρχούσε σ’ όλα τα βασίλεια, από τον ποταμό Ευφράτη ως τη χώρα των Φιλισταίων και ως τα σύνορα της Αιγύπτου. Όλοι αυτοί οι λαοί ήταν φόρου υποτελείς στο Σολομώντα, όσο αυτός ζούσε.
Μαζί του συντάχθηκαν κάτι ανάξιοι και άχρηστοι άνθρωποι, που παρουσιάζονταν ισχυρότεροι από το Ροβοάμ, γιο του Σολομώντα, όταν ο Ροβοάμ ήταν ακόμα νέος και άπειρος και δεν μπορούσε να τους αντισταθεί.
Όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν το παιδί με τη Μαρία, τη μητέρα του, κι έπεσαν στη γη και το προσκύνησαν. Ύστερα άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν δώρα: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα.
»Αυτόν, λοιπόν, το Μωυσή που τον είχαν απαρνηθεί όταν του είπαν ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή, αυτόν ο Θεός τον έστειλε άρχοντα και ελευθερωτή μέσω του αγγέλου που του φανερώθηκε στη βάτο.
Τώρα, λοιπόν, σκέψου κάτι και κοίτα τι θα κάνεις, γιατί σίγουρα έχει αποφασιστεί κάτι κακό εναντίον του κυρίου μας και της οικογένειάς του. Αλλά αυτός είναι τόσο κακός, που κανένας δεν μπορεί να του μιλήσει».